παραβάλλω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
παραβάλλω
παραβαλῶ
παρέβαλον
παραβέβληκα
형태분석:
παρα
(접두사)
+
βάλλ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 노출시키다, 불거지다, 드러내다, 밝히다, 제공하다, 포기하다
- 비교하다, 비기다, 비하다, 대조하다, 같은 자격에 놓다
- 던지다, 되던지다, 넘겨 던지다, 사이로 던지다, 안으로 던지다, 자신을 ~로 던지다, 밖으로 던지다, 휘두르다
- 맡기다, 위탁하다
- 속이다, 기만하다, 배반하다
- to throw beside or by, throw to, to hold out as a bait
- to cast in one's teeth
- to expose, exposed, to expose oneself or what is one's own to danger, risking it, given up
- to set what one values upon a chance, to hazard it as at play, having, interests at stake, having risked
- to lay beside, to compare, vying with one another, set against
- to bring alongside, bring your, alongside
- to throw, turn, bend sideways, to cast, askance, to turn, to lay to
- to deposit with, entrust to
- to deceive, betray
- to come n
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "ὡρ́αν δὲ χειμῶνοσ καὶ πνεύματοσ ἐν θαλάττῃ καιρὸν οὐδὲ θεῷ βιάζεσθαι δυνατόν ἀλλ’ οὗτοσ παραβάλλεται καθάπερ οὐ διώκων πολεμίουσ, ἀλλὰ φεύγων. (Plutarch, Caesar, chapter 37 3:4)
(플루타르코스, Caesar, chapter 37 3:4)
- ἀνιόντι δὲ αὐτῷ κατὰ πλῆθοσ ἀπήντων οἱ στρατιῶται, πολλὰ μεμφόμενοι καὶ δυσπαθοῦντεσ εἰ μὴ πέπεισται καὶ σὺν αὐτοῖσ μόνοισ ἱκανὸσ εἶναι νικᾶν, ἀλλ’ ἄχθεται καὶ παραβάλλεται διὰ τοὺσ ἀπόντασ ὡσ ἀπιστῶν τοῖσ παροῦσιν. (Plutarch, Caesar, chapter 38 4:3)
(플루타르코스, Caesar, chapter 38 4:3)
- Ὁκόσον δὴ, σηπομένησ τῆσ σύριγγοσ, χαλᾶτα τοῦ ὠμολίνου, τοῦτο ἐπιτείνειν καὶ ἐπιστρέφειν αἰεὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέρην‧ ἢν δέ σοι τὸ ὠμόλινον διασαπῇ πρόσθεν ἢ τὴν σύριγγα διαβρωθῆναι, πρὸσ τὴν τρίχα προσάψασ ἕτερον ὠμόλινον διεῖναι καὶ ἀφάψαι ἡ̔ γὰρ θρὶξ διὰ τοῦτο παραβάλλεται τῷ ὠμολίνῳ ὅτι ἄσηπτόσ ἐστιν̓‧ ἐπὴν δὲ διασαπῇ ἡ σύριγξ, τάμνεσθαι χρὴ σπόγγον μαλακὸν ὡσ λεπτότατον προστεθέντα‧ ἔπειτα ἐσ μὲν τὴν σύριγγα ἄνθοσ χαλκοῦ ὀπτὸν συχνὸν τῇ μήλῃ ἐνθεῖναι, τὸν δὲ σπόγγον ἀλεῖψαι μέλιτι, καὶ ὑποβαλὼν μέσον τῷ λιχανῷ δακτύλῳ τῆσ ἀριστερῆσ χειρὸσ ὦσαι πρόσω, καὶ προσθεὶσ ἕτερον σπόγγον ἀναδῆσαι τὸν αὐτὸν τρόπον, ὅν περ καὶ ἐπὶ τῇσιν αἱμοῤῬοί̈σιν‧ τῇ δὲ αὔριον ἀπολύσασ, περινίψαι ὕδατι θερμῷ, καὶ σπόγγῳ τῷ δακτύλῳ τῆσ ἀριστερῆσ χειρὸσ πειρᾷν διακαθαίρειν τὴν σύριγγα, καὶ αὖθισ πάλιν τὸ ἄνθοσ ἐπιδῆσαι‧ ταῦτα ποιέειν ἑπτὰ ἡμέρασ, ἐν ταύτῃσι γὰρ μάλιστα ὁ χιτὼν τῆσ σύριγγοσ ἐκσήπεται‧ τὸ δὲ λοιπὸν, ἔστ’ ἂν ὑγιανθῇ, τουτέῳ ἐπιδεῖν‧ κατὰ γὰρ τοῦτον τὸν τρόπον ὑπὸ τοῦ σπόγγου διαναγκαζομένη καὶ ἀναπτυσσομένη ἡ σύριγξ οὔτε πάλιν ξυμπέσοι ἂν, οὔτε τὸ μὲν αὐτῆσ ὑγιανθείη ἂν, τὸ δὲ πάλιν ξυμπληρωθείη, ἀλλ’ ἐν ἑωυτῇ πᾶσα ὑγιὴσ ἔσται. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 4.2)
(히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 4.2)
- κατεφρόνει δ’, ὡσ ἐοίκε, φιλοχρηματία πάσησ κολάσεωσ, καὶ δεινὸσ ἐμπέφυκεν ἀνθρώποισ τοῦ κερδαίνειν ἔρωσ, οὐδέν τε οὕτωσ πάθοσ πλεονεξία παραβάλλεται. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 634:1)
(플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 634:1)
- τούτου δὲ τοῦ σχήματοσ αἰεὶ παρὰ μίαν ἐπιφάνειαν καὶ πλευράν, ἥτισ ἂν ἐπιτηδειοτάτη φανῇ πρόσ τε τὰσ ὑδρείασ καὶ προνομάσ, παραβάλλεται τὰ Ῥωμαϊκὰ στρατόπεδα τὸν τρόπον τοῦτον. (Polybius, Histories, book 6, chapter 27 3:1)
(폴리비오스, Histories, book 6, chapter 27 3:1)
유의어
-
to throw beside or by
-
to cast in one's teeth
-
to set what one values upon a chance
- κυβεύω (to run a risk or hazard, to hazard, venture on)
-
맡기다
-
속이다
-
to come n
- εἰσαφικάνω (도착하다, 도달하다)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐκπίπτω (나오다, 나다)
- ἑρπύζω (가다, 오다, 나아가다)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἔρχομαι (오다, 가다)
- ἱκνέομαι (오다, 되다)
- ἵκω (도착하다, 도달하다)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- σύνειμι (들어오다, 참여하다)
- ἐξικνέομαι (도착하다, 도달하다)
- ἐξέρχομαι (나가다, 나오다, 사귀다)
- βλώσκω (가다, 오다, 나아가다)
- βάσκω (가다, 오다, 나아가다)
- ἀφικνέομαι (오다, 되다)
- ἀγρέω (오다, 되다, 어마어마하게 몰려오다)
- ἀμείβω (comes on)
- ἔξειμι (나가다, 나오다, 사귀다)
- συνεκπεράω (to come out together)
- συμπορεύομαι (모으다, 합치다)
- ἱκνέομαι (마주치다, 입장하다)
- ἵκω (안으로 던지다, 마주치다, ~에 원인이 있다)
- προσέρπω (to come to or upon)
- προσβαίνω (마주치다, 입장하다)
- ἔπειμι (마주치다, 입장하다)
- περίειμι (to come round to)
- περιέρχομαι (to come round)
- περινίσσομαι (to come round)
- περιβαίνω (to come round)
- συγκαταβαίνω (to go or come down with)
- κατίσχω (내려오다, 내리다)
- ἀφικνέομαι (to come into)
- ἐπεισέρχομαι (to come in besides)
- προσνίσσομαι (to come against)
- πάρειμι (오다)
- προεισέρχομαι (to come or go in before)
- ἐξάνειμι (to come back from)
- καθήκω (is come, [the time], comes)
- παρίστημι (오다, 되다, 어마어마하게 몰려오다)
- πρόσειμι (여기 있다, 가까이 있다)
- ἐπεισέρχομαι (to come in after)
- ἐξορίζω (to come forth from)
- ἐξανέρχομαι (to come forth from)
- ἔξειμι (등장하다, 나타나다)
- συνανύτω (to come to an end with)
- τελευτάω (끝나다)
- περαίνω (끝내다, 끝나다, 마무리하다)
- ἀνύω (끝나다)
- ἐπιπίλναμαι (to come near)
- πελάζω (come near)
- προσχρίμπτω (to come near)
- προπορεύομαι (to come forward)
- πρόσειμι (to come forward)
- ἐπέρχομαι (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- προσστείχω (to go or come towards)
- ὑπαντάω (to come or go to meet)
- ἐπιχορεύω (to come dancing on)
- ἀναδύνω (떠오르다, 오르다, 뜨다)
- συγγίγνομαι (to come to assist)
- προσνίσσομαι (접근하다, 다가가다, 다가오다)
- ἐπιδημέω (to come home)
- προσαμύνω (돕다, 보조하다)
파생어
- ἀμφιβάλλω (입다, 올려놓다, 바르다)
- ἀναβάλλω (두다, 놓다, 연기하다)
- ἀποβάλλω (거절하다, 거부하다, 버리다)
- βάλλω (던지다, 내던지다, 떨어뜨리다)
- διαβάλλω (모욕하다, 중상하다, 욕하다)
- εἰσβάλλω (안으로 나르다, 희생하다, 제공하다)
- ἐκβάλλω (밖으로 던지다, 물가에 던지다, 추방하다)
- ἐμβάλλω (던지다, 집어넣다, 자신을 ~로 던지다)
- ἐνδιαβάλλω (to calumniate in)
- ἐπαναβάλλω (연기하다, 미루다, 휴회시키다)
- ἐπεμβάλλω (입다, 올려놓다, 바르다)
- ἐπιβάλλω (붙이다, 덧붙이다, 언급하다)
- καταβάλλω (끌어내리다, 전복시키다, 낮추다)
- μεταβάλλω (넘겨 던지다, ~를 지나가다, 거치다)
- παρακαταβάλλω (두다, 놓다, 놓이다)
- παρεμβάλλω (넣다, 지르다, 삽입하다)
- περιβάλλω (~에 대해 말하지 않다, 침묵을 유지하다, 조사하다)
- προαναβάλλομαι (to say or sing by way of prelude)
- προβάλλω (시작하다, 내다, 착수하다)
- προδιαβάλλω (먼저 보다, 미리 보다)
- προεμβάλλω (to put in or insert before, first striking against, to make the charge)
- προπαραβάλλω (to put beside beforehand, to do so for oneself)
- προσαποβάλλω (to throw away besides)
- προσβάλλω (지다, 적용하다, 심다)
- προσδιαβάλλω (to insinuate besides, to slander besides)
- προσεμβάλλω (to throw or put into besides)
- προσπεριβάλλω (둘러싸다, 포위하다, 붙들다)
- προυποβάλλω (to put under as a foundation, to be prepared as materials)
- συγκαταβάλλω (to throw down along with)
- συμβάλλω (연합하다, 참여하다, 연합시키다)
- συνδιαβάλλω (건너오다, 건너다, 건너가다)
- συνεισβάλλω (이끌다, 같이 돌다, 같이 나르다)
- συνεκβάλλω (to cast out along with, to assist in casting out or expelling)
- συνεμβάλλω (to help in applying, to fall upon also, to join in attacking)
- συνεπιβάλλω (고려하다, 숙고하다, 여기다)
- ὑπερβάλλω (강요하다, 넘겨 던지다, ~를 지나가다)
- ὑποβάλλω (던지다, 자신을 ~로 던지다, 앞으로 던지다)