헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐξονειδίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐξονειδίζω ἐξονειδιῶ

형태분석: ἐξ (접두사) + ὀνειδίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 가져오다, 진척시키다, 우기다, 추진하다, 고수하다
  2. 비난하다, 나무라다
  1. to cast in one's teeth, having, reproaches cast upon, to bring forward
  2. to reproach

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξονειδίζω

(나는) 가져온다

ἐξονειδίζεις

(너는) 가져온다

ἐξονειδίζει

(그는) 가져온다

쌍수 ἐξονειδίζετον

(너희 둘은) 가져온다

ἐξονειδίζετον

(그 둘은) 가져온다

복수 ἐξονειδίζομεν

(우리는) 가져온다

ἐξονειδίζετε

(너희는) 가져온다

ἐξονειδίζουσιν*

(그들은) 가져온다

접속법단수 ἐξονειδίζω

(나는) 가져오자

ἐξονειδίζῃς

(너는) 가져오자

ἐξονειδίζῃ

(그는) 가져오자

쌍수 ἐξονειδίζητον

(너희 둘은) 가져오자

ἐξονειδίζητον

(그 둘은) 가져오자

복수 ἐξονειδίζωμεν

(우리는) 가져오자

ἐξονειδίζητε

(너희는) 가져오자

ἐξονειδίζωσιν*

(그들은) 가져오자

기원법단수 ἐξονειδίζοιμι

(나는) 가져오기를 (바라다)

ἐξονειδίζοις

(너는) 가져오기를 (바라다)

ἐξονειδίζοι

(그는) 가져오기를 (바라다)

쌍수 ἐξονειδίζοιτον

(너희 둘은) 가져오기를 (바라다)

ἐξονειδιζοίτην

(그 둘은) 가져오기를 (바라다)

복수 ἐξονειδίζοιμεν

(우리는) 가져오기를 (바라다)

ἐξονειδίζοιτε

(너희는) 가져오기를 (바라다)

ἐξονειδίζοιεν

(그들은) 가져오기를 (바라다)

명령법단수 ἐξονείδιζε

(너는) 가져와라

ἐξονειδιζέτω

(그는) 가져와라

쌍수 ἐξονειδίζετον

(너희 둘은) 가져와라

ἐξονειδιζέτων

(그 둘은) 가져와라

복수 ἐξονειδίζετε

(너희는) 가져와라

ἐξονειδιζόντων, ἐξονειδιζέτωσαν

(그들은) 가져와라

부정사 ἐξονειδίζειν

가져오는 것

분사 남성여성중성
ἐξονειδιζων

ἐξονειδιζοντος

ἐξονειδιζουσα

ἐξονειδιζουσης

ἐξονειδιζον

ἐξονειδιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξονειδίζομαι

(나는) 가져와진다

ἐξονειδίζει, ἐξονειδίζῃ

(너는) 가져와진다

ἐξονειδίζεται

(그는) 가져와진다

쌍수 ἐξονειδίζεσθον

(너희 둘은) 가져와진다

ἐξονειδίζεσθον

(그 둘은) 가져와진다

복수 ἐξονειδιζόμεθα

(우리는) 가져와진다

ἐξονειδίζεσθε

(너희는) 가져와진다

ἐξονειδίζονται

(그들은) 가져와진다

접속법단수 ἐξονειδίζωμαι

(나는) 가져와지자

ἐξονειδίζῃ

(너는) 가져와지자

ἐξονειδίζηται

(그는) 가져와지자

쌍수 ἐξονειδίζησθον

(너희 둘은) 가져와지자

ἐξονειδίζησθον

(그 둘은) 가져와지자

복수 ἐξονειδιζώμεθα

(우리는) 가져와지자

ἐξονειδίζησθε

(너희는) 가져와지자

ἐξονειδίζωνται

(그들은) 가져와지자

기원법단수 ἐξονειδιζοίμην

(나는) 가져와지기를 (바라다)

ἐξονειδίζοιο

(너는) 가져와지기를 (바라다)

ἐξονειδίζοιτο

(그는) 가져와지기를 (바라다)

쌍수 ἐξονειδίζοισθον

(너희 둘은) 가져와지기를 (바라다)

ἐξονειδιζοίσθην

(그 둘은) 가져와지기를 (바라다)

복수 ἐξονειδιζοίμεθα

(우리는) 가져와지기를 (바라다)

ἐξονειδίζοισθε

(너희는) 가져와지기를 (바라다)

ἐξονειδίζοιντο

(그들은) 가져와지기를 (바라다)

명령법단수 ἐξονειδίζου

(너는) 가져와져라

ἐξονειδιζέσθω

(그는) 가져와져라

쌍수 ἐξονειδίζεσθον

(너희 둘은) 가져와져라

ἐξονειδιζέσθων

(그 둘은) 가져와져라

복수 ἐξονειδίζεσθε

(너희는) 가져와져라

ἐξονειδιζέσθων, ἐξονειδιζέσθωσαν

(그들은) 가져와져라

부정사 ἐξονειδίζεσθαι

가져와지는 것

분사 남성여성중성
ἐξονειδιζομενος

ἐξονειδιζομενου

ἐξονειδιζομενη

ἐξονειδιζομενης

ἐξονειδιζομενον

ἐξονειδιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξονειδίω

(나는) 가져오겠다

ἐξονειδίεις

(너는) 가져오겠다

ἐξονειδίει

(그는) 가져오겠다

쌍수 ἐξονειδίειτον

(너희 둘은) 가져오겠다

ἐξονειδίειτον

(그 둘은) 가져오겠다

복수 ἐξονειδίουμεν

(우리는) 가져오겠다

ἐξονειδίειτε

(너희는) 가져오겠다

ἐξονειδίουσιν*

(그들은) 가져오겠다

기원법단수 ἐξονειδίοιμι

(나는) 가져오겠기를 (바라다)

ἐξονειδίοις

(너는) 가져오겠기를 (바라다)

ἐξονειδίοι

(그는) 가져오겠기를 (바라다)

쌍수 ἐξονειδίοιτον

(너희 둘은) 가져오겠기를 (바라다)

ἐξονειδιοίτην

(그 둘은) 가져오겠기를 (바라다)

복수 ἐξονειδίοιμεν

(우리는) 가져오겠기를 (바라다)

ἐξονειδίοιτε

(너희는) 가져오겠기를 (바라다)

ἐξονειδίοιεν

(그들은) 가져오겠기를 (바라다)

부정사 ἐξονειδίειν

가져올 것

분사 남성여성중성
ἐξονειδιων

ἐξονειδιουντος

ἐξονειδιουσα

ἐξονειδιουσης

ἐξονειδιουν

ἐξονειδιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξονειδίουμαι

(나는) 가져와지겠다

ἐξονειδίει, ἐξονειδίῃ

(너는) 가져와지겠다

ἐξονειδίειται

(그는) 가져와지겠다

쌍수 ἐξονειδίεισθον

(너희 둘은) 가져와지겠다

ἐξονειδίεισθον

(그 둘은) 가져와지겠다

복수 ἐξονειδιοῦμεθα

(우리는) 가져와지겠다

ἐξονειδίεισθε

(너희는) 가져와지겠다

ἐξονειδίουνται

(그들은) 가져와지겠다

기원법단수 ἐξονειδιοίμην

(나는) 가져와지겠기를 (바라다)

ἐξονειδίοιο

(너는) 가져와지겠기를 (바라다)

ἐξονειδίοιτο

(그는) 가져와지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐξονειδίοισθον

(너희 둘은) 가져와지겠기를 (바라다)

ἐξονειδιοίσθην

(그 둘은) 가져와지겠기를 (바라다)

복수 ἐξονειδιοίμεθα

(우리는) 가져와지겠기를 (바라다)

ἐξονειδίοισθε

(너희는) 가져와지겠기를 (바라다)

ἐξονειδίοιντο

(그들은) 가져와지겠기를 (바라다)

부정사 ἐξονειδίεισθαι

가져와질 것

분사 남성여성중성
ἐξονειδιουμενος

ἐξονειδιουμενου

ἐξονειδιουμενη

ἐξονειδιουμενης

ἐξονειδιουμενον

ἐξονειδιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξώνειδιζον

(나는) 가져오고 있었다

ἐξώνειδιζες

(너는) 가져오고 있었다

ἐξώνειδιζεν*

(그는) 가져오고 있었다

쌍수 ἐξωνεῖδιζετον

(너희 둘은) 가져오고 있었다

ἐξωνείδιζετην

(그 둘은) 가져오고 있었다

복수 ἐξωνεῖδιζομεν

(우리는) 가져오고 있었다

ἐξωνεῖδιζετε

(너희는) 가져오고 있었다

ἐξώνειδιζον

(그들은) 가져오고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξωνείδιζομην

(나는) 가져와지고 있었다

ἐξωνεῖδιζου

(너는) 가져와지고 있었다

ἐξωνεῖδιζετο

(그는) 가져와지고 있었다

쌍수 ἐξωνεῖδιζεσθον

(너희 둘은) 가져와지고 있었다

ἐξωνείδιζεσθην

(그 둘은) 가져와지고 있었다

복수 ἐξωνείδιζομεθα

(우리는) 가져와지고 있었다

ἐξωνεῖδιζεσθε

(너희는) 가져와지고 있었다

ἐξωνεῖδιζοντο

(그들은) 가져와지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἐπειδὰν ἡμεῖσ οἰμώζωμεν καὶ στένωμεν ἐκείνων μεμνημένοι τῶν ἄνω, Μίδασ μὲν οὑτοσὶ τοῦ χρυσίου, Σαρδανάπαλλοσ δὲ τῆσ πολλῆσ τρυφῆσ, ἐγὼ δὲ Κροῖσοσ τῶν θησαυρῶν, ἐπιγελᾷ καὶ ἐξονειδίζει ἀνδράποδα καὶ καθάρματα ἡμᾶσ ἀποκαλῶν, ἐνίοτε δὲ καὶ ᾅδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰσ οἰμωγάσ, καὶ ὅλωσ λυπηρόσ ἐστι. (Lucian, Dialogi mortuorum, 2:4)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 2:4)

  • ἐκεῖνοί τε γὰρ πάσασ τὰσ ἀρετάσ, ὁπόσαι γίνονται περὶ μορφὰσ εὐπρεπεῖσ, ταῖσ καταδεδουλωμέναισ αὑτοὺσ προσεῖναι νομίζουσι, καὶ τοὺσ ἐξονειδίζειν ἐπιχειροῦντασ, εἴ τι περὶ αὐτὰσ ὑπάρχει σίνοσ, ὡσ βασκάνουσ καὶ συκοφάνντασ προβέβληνται· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 34 1:5)

    (디오니시오스, , chapter 34 1:5)

  • ὅθεν αἱ μὲν εἰκόνεσ αὐτοῦ σχεδὸν ἅπασαι κράνεσι περιέχονται, μὴ βουλομένων, ὡσ ἐοίκε, τῶν τεχνιτῶν ἐξονειδίζειν. (Plutarch, , chapter 3 2:2)

    (플루타르코스, , chapter 3 2:2)

  • ἐξονειδίζειν δοκῶμεν. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 264)

    (플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 264)

  • αὕτη γὰρ ἡ λόγοισι γενναία γυνὴ φωνοῦσα τοιάδ’ ἐξονειδίζει κακά· (Sophocles, episode 1:3)

    (소포클레스, episode 1:3)

유의어

  1. 가져오다

  2. 비난하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION