Ancient Greek-English Dictionary Language

καταβάλλω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καταβάλλω καταβαλῶ κατέβαλον

Structure: κατα (Prefix) + βάλλ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: epic 3rd sg. ka/bbale

Sense

  1. to throw down, overthrow, to bring down
  2. to strike down, to slay
  3. to throw, bring into
  4. to cast down or away, cast off, reject
  5. to let fall, drop down, to lower
  6. to lay down, set down
  7. to bring or carry down, to the sea-coast
  8. to pay down, yield or bring in, to pay down, pay, to cause to be deposited
  9. to put in, render
  10. to throw down, sow
  11. to lay down as a foundation, laid down, ordinary

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταβάλλω καταβάλλεις καταβάλλει
Dual καταβάλλετον καταβάλλετον
Plural καταβάλλομεν καταβάλλετε καταβάλλουσιν*
SubjunctiveSingular καταβάλλω καταβάλλῃς καταβάλλῃ
Dual καταβάλλητον καταβάλλητον
Plural καταβάλλωμεν καταβάλλητε καταβάλλωσιν*
OptativeSingular καταβάλλοιμι καταβάλλοις καταβάλλοι
Dual καταβάλλοιτον καταβαλλοίτην
Plural καταβάλλοιμεν καταβάλλοιτε καταβάλλοιεν
ImperativeSingular καταβάλλε καταβαλλέτω
Dual καταβάλλετον καταβαλλέτων
Plural καταβάλλετε καταβαλλόντων, καταβαλλέτωσαν
Infinitive καταβάλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καταβαλλων καταβαλλοντος καταβαλλουσα καταβαλλουσης καταβαλλον καταβαλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταβάλλομαι καταβάλλει, καταβάλλῃ καταβάλλεται
Dual καταβάλλεσθον καταβάλλεσθον
Plural καταβαλλόμεθα καταβάλλεσθε καταβάλλονται
SubjunctiveSingular καταβάλλωμαι καταβάλλῃ καταβάλληται
Dual καταβάλλησθον καταβάλλησθον
Plural καταβαλλώμεθα καταβάλλησθε καταβάλλωνται
OptativeSingular καταβαλλοίμην καταβάλλοιο καταβάλλοιτο
Dual καταβάλλοισθον καταβαλλοίσθην
Plural καταβαλλοίμεθα καταβάλλοισθε καταβάλλοιντο
ImperativeSingular καταβάλλου καταβαλλέσθω
Dual καταβάλλεσθον καταβαλλέσθων
Plural καταβάλλεσθε καταβαλλέσθων, καταβαλλέσθωσαν
Infinitive καταβάλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καταβαλλομενος καταβαλλομενου καταβαλλομενη καταβαλλομενης καταβαλλομενον καταβαλλομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταβαλῶ καταβαλεῖς καταβαλεῖ
Dual καταβαλεῖτον καταβαλεῖτον
Plural καταβαλοῦμεν καταβαλεῖτε καταβαλοῦσιν*
OptativeSingular καταβαλοῖμι καταβαλοῖς καταβαλοῖ
Dual καταβαλοῖτον καταβαλοίτην
Plural καταβαλοῖμεν καταβαλοῖτε καταβαλοῖεν
Infinitive καταβαλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
καταβαλων καταβαλουντος καταβαλουσα καταβαλουσης καταβαλουν καταβαλουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταβαλοῦμαι καταβαλεῖ, καταβαλῇ καταβαλεῖται
Dual καταβαλεῖσθον καταβαλεῖσθον
Plural καταβαλούμεθα καταβαλεῖσθε καταβαλοῦνται
OptativeSingular καταβαλοίμην καταβαλοῖο καταβαλοῖτο
Dual καταβαλοῖσθον καταβαλοίσθην
Plural καταβαλοίμεθα καταβαλοῖσθε καταβαλοῖντο
Infinitive καταβαλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καταβαλουμενος καταβαλουμενου καταβαλουμενη καταβαλουμενης καταβαλουμενον καταβαλουμενου

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ σφάγια πρὸ δορὸσ καταβάλοισ. (Euripides, episode, iambic 1:9)
  • Εἴ γε ἀργύριόν ποθεν καταβάλοισ τῷ δεσπότῃ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 36:3)

Synonyms

  1. to throw down

  2. to throw

  3. to cast down or away

  4. to let fall

  5. to lay down

  6. to bring or carry down

  7. to pay down

  8. to put in

  9. to throw down

  10. to lay down as a foundation

Related

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION