διαφέρω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διαφέρω
διοίσω
διήνεγκα
Structure:
δια
(Prefix)
+
φέρ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to carry over or across, to carry from one to another
- (of time) to go through, live, continue
- to bear through, bear to the end
- to bear to the end, go through with
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ἐγώ μοι δοκῶ ἐν τῷ παρόντι τοσοῦτον μόνον ἐκείνων διοίσειν· (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 572:2)
- καταμαθὼν γὰρ Εὐθύδημον τὸν καλὸν γράμματα πολλὰ συνειλεγμένον ποιητῶν τε καὶ σοφιστῶν τῶν εὐδοκιμωτάτων καὶ ἐκ τούτων ἤδη τε νομίζοντα διαφέρειν τῶν ἡλικιωτῶν ἐν σοφίᾳ καὶ μεγάλασ ἐλπίδασ ἔχοντα πάντων διοίσειν τῷ δύνασθαι λέγειν τε καὶ πράττειν, πρῶτον μέν, αἰσθανόμενοσ αὐτὸν διὰ νεότητα οὔπω εἰσ τὴν ἀγορὰν εἰσιόντα, εἰ δέ τι βούλοιτο διαπράξασθαι, καθίζοντα εἰσ ἡνιοποιεῖόν τι τῶν ἐγγὺσ τῆσ ἀγορᾶσ, εἰσ τοῦτο καὶ αὐτὸσ ᾔει τῶν μεθ’ ἑαυτοῦ τινασ ἔχων. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 2 2:2)
- ὅμωσ μέντοι τοσοῦτον οἶμαι διοίσειν τῷ δικαιότερα τούτου λέγειν, ὥστ’ εἰ καί τισ ὑμῶν πρότερον τοῦτον ἡγεῖτ’ εἶναι μὴ πονηρόν, ἔκ γε τῶν πρὸσ ἐμὲ πεπραγμένων γνώσεσθαι, ὅτι καὶ τὸν ἄλλον χρόνον ἐλάνθανεν αὐτὸν κάκιστοσ ὢν καὶ ἀδικώτατοσ ἁπάντων. (Demosthenes, Speeches 21-30, 4:3)
- ὁρῶντεσ οὖν οἱ στρατιῶται λευκοὺσ μὲν διὰ τὸ μηδέποτε ἐκδύεσθαι, πίονασ δὲ καὶ ἀπόνουσ διὰ τὸ ἀεὶ ἐπ’ ὀχημάτων εἶναι, ἐνόμισαν μηδὲν διοίσειν τὸν πόλεμον ἢ εἰ γυναιξὶ δέοι μάχεσθαι. (Xenophon, Minor Works, , chapter 1 30:2)
- ὁρῶντεσ οὖν οἱ στρατιῶται λευκοὺσ μὲν διὰ τὸ μηδέποτε ἐκδύεσθαι, μαλακοὺσ δὲ καὶ ἀπόνουσ διὰ τὸ ἀεὶ ἐπ’ ὀχημάτων εἶναι, ἐνόμισαν οὐδὲν διοίσειν τὸν πόλεμον ἢ εἰ γυναιξὶ δέοι μάχεσθαι. (Xenophon, Hellenica, , chapter 4 24:2)
Synonyms
-
to carry over or across
-
to go through
- συνδιάγω (to go through together, to live together)
- διαζάω (to live through, pass)
- ἐπεῖδον (to continue to see, to live to see, to experience)
-
to bear through
-
to bear to the end
Derived
- ἀναφέρω (to bring or carry up, to carry up the country, to carry up)
- ἀποφέρω (to carry off or away, to be carried from one's course, to carry or bring back)
- εἰσφέρω (to carry into or to, to bring in, contribute)
- ἐκφέρω (carry out, bring forth, produce)
- ἐμφέρω (to bear or bring in, an account was given)
- ἐξαναφέρω (to bear up out of, to recover from an illness)
- ἐπιφέρω (I bestow, put, lay upon)
- καταφέρω (to bring down, will bring, down)
- μεταφέρω (to carry over, transfer, to change)
- παραφέρω (to bring to, side, to hand to)
- περιφέρω (to carry round, carry about, to move round)
- προεισφέρω (to advance money to pay the, for)
- προσαποφέρω (to carry off besides, to be returned besides)
- προσεπιφέρω (to bear or produce besides)
- προσφέρω (to bring to or upon, apply to, to lay)
- προφέρω (to bring before, bring to, present)
- συμφέρω (, to bring together, gather)
- συνδιαφέρω (to bear along with one, to bear to the end along with, help in maintaining)
- συνεκφέρω (to carry out together, to burial, to attend a funeral)
- συνεπιφέρω (to join in applying)
- ὑπερφέρω (to bear or carry over, to rise above, to surpass)
- ὑποφέρω (to carry away under, to bear out of danger, to bear or carry by being under)
- φέρω (I bring, bear, carry)