διαφέρω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διαφέρω
διοίσω
διήνεγκα
형태분석:
δια
(접두사)
+
φέρ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 계속하다, 유지하다, 살다, 계속되다
- to carry over or across, to carry from one to another
- (of time) to go through, live, continue
- to bear through, bear to the end
- to bear to the end, go through with
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- μάλιστα μὲν ἐβουλόμην, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, μηδ’ ὑφ’ ἑνὸσ ἀδικεῖσθαι τῶν πολιτῶν, εἰ δὲ μή, τοιούτων ἀντιδίκων τυχεῖν, πρὸσ οὓσ οὐδὲν ἂν ἐφρόντιζον διαφερόμενοσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 10 2:2)
(디오니시오스, chapter 10 2:2)
- ὁ γὰρ ζητῶν περὶ σχήματοσ γῆσ καὶ κόσμων ἀπειρίασ καὶ μεγέθουσ ἡλίου καὶ ἀποστημάτων καὶ πρώτων στοιχείων καὶ περὶ θεῶν, εἴτε εἰσὶν εἴτε οὐκ εἰσί, καὶ περὶ αὐτοῦ τοῦ τέλουσ ἀεὶ πολεμῶν καὶ διαφερόμενοσ πρόσ τινασ οὐ μόνον ἐν ἀνθρωπίναισ, ἀλλὰ καὶ ἐν κοσμικαῖσ ἐστιν ὀχλήσεσιν. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 11:5)
(루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 11:5)
- παῖσ παίζων, πεσσεύων, διαφερόμενοσ, συμφερόμενοσ. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 14:7)
(루키아노스, Vitarum auctio, (no name) 14:7)
- καὶ γενομένησ ἐκκλησίασ ᾑρέθη στρατηγὸσ αὐτοκράτωρ, καὶ περιεστήσατο φρουρὰν ἐκ τῶν ἑαυτοῦ πολιτῶν, τριάκοντα μὲν ἔτη καὶ τρία πεπολιτευμένοσ ἐν τοῖσ Ἀχαιοῖσ, πεπρωτευκὼσ δὲ καὶ δυνάμει καὶ δόξῃ τῶν Ἑλλήνων, τότε δὲ ἔρημοσ καὶ ἄποροσ συντετριμμένοσ, ὥσπερ ἐπὶ ναυαγίου τῆσ πατρίδοσ ἐν τοσούτῳ σάλῳ καὶ κινδύνῳ διαφερόμενοσ. (Plutarch, Aratus, chapter 41 1:2)
(플루타르코스, Aratus, chapter 41 1:2)
- Ἀριστοφάνουσ δὲ τοῦ Βοιωτοῦ γράψαντοσ, ὅτι χρήματα μὲν αἰτήσασ οὐκ ἔλαβε παρὰ Θηβαίων, ἐπιχειρῶν δὲ τοῖσ νέοισ διαλέγεσθαι καὶ συσχολάζειν ὑπὸ τῶν ἀρχόντων ἐκωλύθη δι’ ἀγροικίαν αὐτῶν καὶ μισολογίαν, ἄλλο μὲν οὐδέν ἐστι τεκμήριον ὁ δ’ Ἡρόδοτοσ τῷ Ἀριστοφάνει μεμαρτύρηκε, δι’ ὧν τὰ μὲν ψευδῶσ, τὰ δὲ διὰ , τὰ δὲ ὡσ μισῶν καὶ διαφερόμενοσ τοῖσ Θηβαίοισ ἐγκέκληκε; (Plutarch, De Herodoti malignitate, section 31 1:1)
(플루타르코스, De Herodoti malignitate, section 31 1:1)
유의어
-
to carry over or across
-
계속하다
-
to bear through
-
to bear to the end
파생어
- ἀναφέρω (말하다, 언급하다, 기르다)
- ἀποφέρω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- εἰσφέρω (기여하다, 가져오다, 돕다)
- ἐκφέρω (수행하다, 치르다, 생산하다)
- ἐμφέρω (to bear or bring in, an account was given)
- ἐξαναφέρω (낫다)
- ἐπιφέρω (수여하다, 두다, 놓다)
- καταφέρω (낮추다, 넘치다, 넘쳐 흐르다)
- μεταφέρω (옮기다, 넘겨주다, 바꾸다)
- παραφέρω (전시하다, 보여주다, 올라오다)
- περιφέρω (원을 그리며 돌다, 회전하다, 알리다)
- προεισφέρω (둘러보다, 살펴보다, 무서워하다)
- προσαποφέρω (to carry off besides, to be returned besides)
- προσεπιφέρω (to bear or produce besides)
- προσφέρω (나르다, 낳다, 제공하다)
- προφέρω (제공하다, 바치다, 출석하다)
- συμφέρω (모으다, 수집하다, 거두다)
- συνδιαφέρω (to bear along with one, to bear to the end along with, help in maintaining)
- συνεκφέρω (to carry out together, to burial, to attend a funeral)
- συνεπιφέρω (to join in applying)
- ὑπερφέρω (우수하다, 넘어서다, 초과하다)
- ὑποφέρω (견디다, 지지하다, 참다)
- φέρω (나르다, 낳다, 가져오다)