διαφέρω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διαφέρω
διοίσω
διήνεγκα
형태분석:
δια
(접두사)
+
φέρ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 계속하다, 유지하다, 살다, 계속되다
- to carry over or across, to carry from one to another
- (of time) to go through, live, continue
- to bear through, bear to the end
- to bear to the end, go through with
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "σὺ μέν, εἰ βούλει, πλεῖ καὶ νεῖ καὶ θεῖ κατὰ τοῦ κλύδωνοσ, ἐγὼ δ’ ἀπόγειοσ πίνων ἅμα ὥσπερ ὁ τοῦ Ὁμήρου Ζεὺσ ἢ ἀπὸ φαλάκρων ἢ ἀπὸ τῆσ ἀκρουρανίασ ὄψομαι διαφερόμενὸν σέ τε καὶ τὴν ναῦν πρύμνηθεν ὑπὸ τοῦ ἀνέμου κατουρουμένην. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 15:4)
(루키아노스, Lexiphanes, (no name) 15:4)
- οὐδὲ χρὴ πρότερον ἐπίδειξιν εἶναι πολιτείασ, πρὶν ἂν ἀνήρ τισ γένηται σοφόσ τε καὶ ἐπιστήμων πραγμάτων, ἀλλ’ ὑποθεὶσ ἕτερα πρόσωπα διδάσκει σε ὃν τρόπον χρὴ τὰ τοιαῦτα ποιεῖν, ὁποῖον καὶ Χαιρεφῶντα λέγει διαφερόμενον πρὸσ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, εἰπέ μοι, ἔφη, σὺ μόνοσ οὐ γινώσκεισ ὅτι οὕτω χρὴ τοῖσ ἀδελφοῖσ προσφέρεσθαι, ἀλλὰ πρόσωπον ἕτερον ὑπέβαλλεν. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 6:18)
(아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 6:18)
- ὡσ δὲ τῶν πολεμίων εἰσ τάξιν καθισταμένων παρελάσασ κατεῖδε τὸ σχῆμα καὶ τὴν διακόσμησιν, ἐκπλαγεὶσ ἐπέστη πλείω χρόνον εἶτα ὤφθη τὸ φορεῖον ἀπὸ θατέρου κέρωσ ἐπὶ θάτερον διαφερόμενον. (Plutarch, chapter 15 2:1)
(플루타르코스, chapter 15 2:1)
- ἦν δὲ καὶ Κύρῳ βουλομένῳ τὸν Τισαφέρνην ἐν αἰτίαισ εἶναι καὶ κακῶσ ἀκούειν, πονηρὸν ὄντα καὶ πρὸσ αὐτὸν ἰδίᾳ διαφερόμενον. (Plutarch, , chapter 4 2:1)
(플루타르코스, , chapter 4 2:1)
- ἔδει δὲ τὸν κύνα διηγησάμενον μὴ παραλιπεῖν τοὺσ δελφῖνασ τυφλὸν γὰρ ἦν τὸ μήνυμα τοῦ κυνόσ, ὑλακτοῦντοσ, καὶ μετὰ βοῆσ ἐπιφερομένου τοῖσ φονεῦσιν, εἰ μὴ περὶ τὸ Νέμειον θαλάσσῃ διαφερόμενον ἀράμενοι δελφῖνεσ, ἕτεροι παρ’ ἑτέρων ἐκδεχόμενοι προθύμωσ,· (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 36 11:1)
(플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 36 11:1)
유의어
-
to carry over or across
-
계속하다
-
to bear through
-
to bear to the end
파생어
- ἀναφέρω (말하다, 언급하다, 기르다)
- ἀποφέρω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- εἰσφέρω (기여하다, 가져오다, 돕다)
- ἐκφέρω (수행하다, 치르다, 생산하다)
- ἐμφέρω (to bear or bring in, an account was given)
- ἐξαναφέρω (낫다)
- ἐπιφέρω (수여하다, 두다, 놓다)
- καταφέρω (낮추다, 넘치다, 넘쳐 흐르다)
- μεταφέρω (옮기다, 넘겨주다, 바꾸다)
- παραφέρω (전시하다, 보여주다, 올라오다)
- περιφέρω (원을 그리며 돌다, 회전하다, 알리다)
- προεισφέρω (둘러보다, 살펴보다, 무서워하다)
- προσαποφέρω (to carry off besides, to be returned besides)
- προσεπιφέρω (to bear or produce besides)
- προσφέρω (나르다, 낳다, 제공하다)
- προφέρω (제공하다, 바치다, 출석하다)
- συμφέρω (모으다, 수집하다, 거두다)
- συνδιαφέρω (to bear along with one, to bear to the end along with, help in maintaining)
- συνεκφέρω (to carry out together, to burial, to attend a funeral)
- συνεπιφέρω (to join in applying)
- ὑπερφέρω (우수하다, 넘어서다, 초과하다)
- ὑποφέρω (견디다, 지지하다, 참다)
- φέρω (나르다, 낳다, 가져오다)