διαφέρω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διαφέρω
διοίσω
διήνεγκα
형태분석:
δια
(접두사)
+
φέρ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 계속하다, 유지하다, 살다, 계속되다
- to carry over or across, to carry from one to another
- (of time) to go through, live, continue
- to bear through, bear to the end
- to bear to the end, go through with
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐ διαφέρει ἀπειλὴ βασιλέωσ θυμοῦ λέοντοσ, ὁ δὲ παροξύνων αὐτὸν ἁμαρτάνει εἰσ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 20:2)
(70인역 성경, 잠언 20:2)
- ἀλλά μοι ἐκεῖνο ἐννόησον, ὡσ πάμπολυ διαφέρει, ἐσ οἰκίαν τινὸσ πλουσίου ὑπόμισθον παρελθόντα δουλεύειν καὶ ἀνέχεσθαι ὅσα μοί φησι τὸ βιβλίον, ἢ δημοσίᾳ πράττοντά τι τῶν κοινῶν καὶ ἐσ δύναμιν πολιτευόμενον ἐπὶ τούτῳ παρὰ βασιλέωσ μισθοφορεῖν. (Lucian, Apologia 25:2)
(루키아노스, Apologia 25:2)
- ἄδικοσ κρίσισ ἀδίκου τιμωρίασ ὀνόματι μόνον διαφέρει. (Demades, On the Twelve Years, 62:1)
(데마데스, On the Twelve Years, 62:1)
- διαλλάττει δὲ τῆσ Ἰσοκρατείου κατὰ τὴν πικρότητα καὶ τὸν τόνον ἐπ’ ἐνίων, ὅταν ἐπιτρέψῃ τοῖσ πάθεσι, μάλιστα δ’ ὅταν ὀνειδίζῃ πόλεσιν ἢ στρατηγοῖσ πονηρὰ βουλεύματα καὶ πράξεισ ἀδίκουσ πολὺσ γὰρ ἐν τούτοισ, καὶ τῆσ Δημοσθένουσ δεινότητοσ οὐδὲ κατὰ μικρὸν διαφέρει, ὡσ ἐξ ἄλλων πολλῶν ἄν τισ ἴδοι κἀκ τῶν Χιακῶν ἐπιστολῶν, ἃσ τῷ συμφύτῳ πνεύματι ἐπιτρέψασ γέγραφεν. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 6 9:3)
(디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 6 9:3)
- εἰ δέ μου ἀκούσαιτε ^ ὑπὲρ τῆσ τέχνησ δικαιολογουμένου, μάθοιτ’ ἂν ὡσ οὔτε πάντα ἡμῖν δυνατά ἐστιν οὔθ’ αἱ τῶν νοσημάτων φύσεισ παραπλήσιοι οὔτ’ ἰάσισ ἡ αὐτὴ οὔτε φάρμακα τὰ αὐτὰ ἐπὶ πάντων ἰσχυρά, καὶ τότ’ ἔσται δῆλον ὡσ πάμπολυ τοῦ μὴ βούλεσθαί τι τὸ μὴ δύνασθαι διαφέρει. (Lucian, Abdicatus, (no name) 26:5)
(루키아노스, Abdicatus, (no name) 26:5)
유의어
-
to carry over or across
-
계속하다
-
to bear through
-
to bear to the end
파생어
- ἀναφέρω (말하다, 언급하다, 기르다)
- ἀποφέρω (되돌아가다, 반환하다, 갚다)
- εἰσφέρω (기여하다, 가져오다, 돕다)
- ἐκφέρω (수행하다, 치르다, 생산하다)
- ἐμφέρω (to bear or bring in, an account was given)
- ἐξαναφέρω (낫다)
- ἐπιφέρω (수여하다, 두다, 놓다)
- καταφέρω (낮추다, 넘치다, 넘쳐 흐르다)
- μεταφέρω (옮기다, 넘겨주다, 바꾸다)
- παραφέρω (전시하다, 보여주다, 올라오다)
- περιφέρω (원을 그리며 돌다, 회전하다, 알리다)
- προεισφέρω (둘러보다, 살펴보다, 무서워하다)
- προσαποφέρω (to carry off besides, to be returned besides)
- προσεπιφέρω (to bear or produce besides)
- προσφέρω (나르다, 낳다, 제공하다)
- προφέρω (제공하다, 바치다, 출석하다)
- συμφέρω (모으다, 수집하다, 거두다)
- συνδιαφέρω (to bear along with one, to bear to the end along with, help in maintaining)
- συνεκφέρω (to carry out together, to burial, to attend a funeral)
- συνεπιφέρω (to join in applying)
- ὑπερφέρω (우수하다, 넘어서다, 초과하다)
- ὑποφέρω (견디다, 지지하다, 참다)
- φέρω (나르다, 낳다, 가져오다)