διαφέρω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διαφέρω
διοίσω
διήνεγκα
Structure:
δια
(Prefix)
+
φέρ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to carry over or across, to carry from one to another
- (of time) to go through, live, continue
- to bear through, bear to the end
- to bear to the end, go through with
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὁ δημιουργὸσ ἀταξίαν καὶ πλημμέλειαν ἐν ταῖσ κινήσεσι τῆσ ἀναρμόστου καὶ ἀνοήτου ψυχῆσ διαφερομένησ πρὸσ ἑαυτὴν τὰ μὲν διώρισε καὶ διέστησε τὰ δὲ συνήγαγε πρὸσ ἄλληλα καὶ συνέταξεν, ἁρμονίαισ καὶ ἀριθμοῖσ χρησάμενοσ· (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 33 4:1)
- ἦν γάρ τισ ἤδη δόξα τῶν ἐπῶν ἀμαυρὰ παρὰ τοῖσ Ἕλλησιν, ἐκέκτηντο δὲ οὐ πολλοὶ μέρη τινά, σποράδην τῆσ ποιήσεωσ, ὡσ ἔτυχε, διαφερομένησ γνωρίμην δὲ αὐτὴν καὶ μάλιστα πρῶτοσ ἐποίησε Λυκοῦργοσ. (Plutarch, Lycurgus, chapter 4 4:2)
- τοὺσ ἀνδριάντασ ἀποδόσθαι, ψήφου διαφερομένησ ὑπὲρ ἑκάστου καὶ γινομένησ κατηγορίασ, ὥσπερ ἀνθρώπων εὐθύνασ διδόντων ὅτε δή φασι τὸν Γέλωνοσ ἀνδριάντα τοῦ παλαιοῦ τυράννου διατηρῆσαι τοὺσ Συρακουσίουσ, καταχειροτονουμένων τῶν ἄλλων, ἀγαμένουσ καὶ τιμῶντασ τὸν ἄνδρα τῆσ νίκησ ἣν πρὸσ Ἱμέρᾳ Καρχηδονίουσ ἐνίκησεν. (Plutarch, Timoleon, chapter 23 5:1)
- περὶ δέ γ’ ὧν ψυχὴ σώματι τἀναντία συμβάλλεται, λύπην τε ἅμα πρὸσ ἡδονὴν καὶ ἡδονὴν πρὸσ λύπην, ὥστ’ εἰσ μίαν ἀμφότερα κρᾶσιν ἰέναι, ταῦτα ἔμπροσθε μὲν διήλθομεν, ὡσ, ὁπόταν αὖ κενῶται, πληρώσεωσ ἐπιθυμεῖ, καὶ ἐλπίζων μὲν χαίρει, κενούμενοσ δὲ ἀλγεῖ, ταῦτα δὲ τότε μὲν οὐκ ἐμαρτυράμεθα, νῦν δὲ λέγομεν ὡσ ψυχῆσ πρὸσ σῶμα διαφερομένησ ἐν πᾶσι τούτοισ πλήθει ἀμηχάνοισ οὖσι μεῖξισ μία λύπησ τε καὶ ἡδονῆσ συμπίπτει γενομένη. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 220:2)
Synonyms
-
to carry over or across
-
to go through
- συνδιάγω (to go through together, to live together)
- διαζάω (to live through, pass)
- ἐπεῖδον (to continue to see, to live to see, to experience)
-
to bear through
-
to bear to the end
Derived
- ἀναφέρω (to bring or carry up, to carry up the country, to carry up)
- ἀποφέρω (to carry off or away, to be carried from one's course, to carry or bring back)
- εἰσφέρω (to carry into or to, to bring in, contribute)
- ἐκφέρω (carry out, bring forth, produce)
- ἐμφέρω (to bear or bring in, an account was given)
- ἐξαναφέρω (to bear up out of, to recover from an illness)
- ἐπιφέρω (I bestow, put, lay upon)
- καταφέρω (to bring down, will bring, down)
- μεταφέρω (to carry over, transfer, to change)
- παραφέρω (to bring to, side, to hand to)
- περιφέρω (to carry round, carry about, to move round)
- προεισφέρω (to advance money to pay the, for)
- προσαποφέρω (to carry off besides, to be returned besides)
- προσεπιφέρω (to bear or produce besides)
- προσφέρω (to bring to or upon, apply to, to lay)
- προφέρω (to bring before, bring to, present)
- συμφέρω (, to bring together, gather)
- συνδιαφέρω (to bear along with one, to bear to the end along with, help in maintaining)
- συνεκφέρω (to carry out together, to burial, to attend a funeral)
- συνεπιφέρω (to join in applying)
- ὑπερφέρω (to bear or carry over, to rise above, to surpass)
- ὑποφέρω (to carry away under, to bear out of danger, to bear or carry by being under)
- φέρω (I bring, bear, carry)