Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀφορίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀφορίζω ἀφοριῶ ἀφώρισα ἀφώρικα ἀφώρισμαι ἀφωρίσθην

Structure: ἀπ (Prefix) + ὁρίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. I mark off boundary
  2. (middle) I mark off for myself
  3. I border on
  4. I determine, define
  5. I separate, distinguish
  6. I finish
  7. I grant as a special gift
  8. (with accusative of person) I set apart, I banish
  9. I separate
  10. I cast out, excommunicate
  11. I appoint, ordain

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀφορίζω ἀφορίζεις ἀφορίζει
Dual ἀφορίζετον ἀφορίζετον
Plural ἀφορίζομεν ἀφορίζετε ἀφορίζουσιν*
SubjunctiveSingular ἀφορίζω ἀφορίζῃς ἀφορίζῃ
Dual ἀφορίζητον ἀφορίζητον
Plural ἀφορίζωμεν ἀφορίζητε ἀφορίζωσιν*
OptativeSingular ἀφορίζοιμι ἀφορίζοις ἀφορίζοι
Dual ἀφορίζοιτον ἀφοριζοίτην
Plural ἀφορίζοιμεν ἀφορίζοιτε ἀφορίζοιεν
ImperativeSingular ἀφόριζε ἀφοριζέτω
Dual ἀφορίζετον ἀφοριζέτων
Plural ἀφορίζετε ἀφοριζόντων, ἀφοριζέτωσαν
Infinitive ἀφορίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀφοριζων ἀφοριζοντος ἀφοριζουσα ἀφοριζουσης ἀφοριζον ἀφοριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀφορίζομαι ἀφορίζει, ἀφορίζῃ ἀφορίζεται
Dual ἀφορίζεσθον ἀφορίζεσθον
Plural ἀφοριζόμεθα ἀφορίζεσθε ἀφορίζονται
SubjunctiveSingular ἀφορίζωμαι ἀφορίζῃ ἀφορίζηται
Dual ἀφορίζησθον ἀφορίζησθον
Plural ἀφοριζώμεθα ἀφορίζησθε ἀφορίζωνται
OptativeSingular ἀφοριζοίμην ἀφορίζοιο ἀφορίζοιτο
Dual ἀφορίζοισθον ἀφοριζοίσθην
Plural ἀφοριζοίμεθα ἀφορίζοισθε ἀφορίζοιντο
ImperativeSingular ἀφορίζου ἀφοριζέσθω
Dual ἀφορίζεσθον ἀφοριζέσθων
Plural ἀφορίζεσθε ἀφοριζέσθων, ἀφοριζέσθωσαν
Infinitive ἀφορίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀφοριζομενος ἀφοριζομενου ἀφοριζομενη ἀφοριζομενης ἀφοριζομενον ἀφοριζομενου

Future tense

Imperfect tense

Aorist tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀφῶρισα ἀφῶρισας ἀφῶρισεν*
Dual ἀφώρισατον ἀφωρῖσατην
Plural ἀφώρισαμεν ἀφώρισατε ἀφῶρισαν
SubjunctiveSingular ἀφορίσω ἀφορίσῃς ἀφορίσῃ
Dual ἀφορίσητον ἀφορίσητον
Plural ἀφορίσωμεν ἀφορίσητε ἀφορίσωσιν*
OptativeSingular ἀφορίσαιμι ἀφορίσαις ἀφορίσαι
Dual ἀφορίσαιτον ἀφορισαίτην
Plural ἀφορίσαιμεν ἀφορίσαιτε ἀφορίσαιεν
ImperativeSingular ἀφόρισον ἀφορισάτω
Dual ἀφορίσατον ἀφορισάτων
Plural ἀφορίσατε ἀφορισάντων
Infinitive ἀφορίσαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀφορισᾱς ἀφορισαντος ἀφορισᾱσα ἀφορισᾱσης ἀφορισαν ἀφορισαντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀφωρῖσαμην ἀφώρισω ἀφώρισατο
Dual ἀφώρισασθον ἀφωρῖσασθην
Plural ἀφωρῖσαμεθα ἀφώρισασθε ἀφώρισαντο
SubjunctiveSingular ἀφορίσωμαι ἀφορίσῃ ἀφορίσηται
Dual ἀφορίσησθον ἀφορίσησθον
Plural ἀφορισώμεθα ἀφορίσησθε ἀφορίσωνται
OptativeSingular ἀφορισαίμην ἀφορίσαιο ἀφορίσαιτο
Dual ἀφορίσαισθον ἀφορισαίσθην
Plural ἀφορισαίμεθα ἀφορίσαισθε ἀφορίσαιντο
ImperativeSingular ἀφόρισαι ἀφορισάσθω
Dual ἀφορίσασθον ἀφορισάσθων
Plural ἀφορίσασθε ἀφορισάσθων
Infinitive ἀφορίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀφορισαμενος ἀφορισαμενου ἀφορισαμενη ἀφορισαμενης ἀφορισαμενον ἀφορισαμενου

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ποταμὸσ δὲ ἐκπορεύεται ἐξ Ἐδὲμ ποτίζειν τὸν παράδεισον. ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰσ τέσσαρασ ἀρχάσ. (Septuagint, Liber Genesis 2:10)
  • καὶ εἶπε Μωυσῆσ πρὸσ τὸν Θεόν. οὐ δυνήσεται ὁ λαὸσ προσαναβῆναι πρὸσ τὸ ὄροσ τὸ Σινά. σὺ γὰρ διαμεμαρτύρησαι ἡμῖν λέγων. ἀφόρισαι τὸ ὄροσ καὶ ἁγίασαι αὐτό. (Septuagint, Liber Exodus 19:23)
  • τὸν βραχίονα τοῦ ἀφαιρέματοσ καὶ τὸ στηθύνιον τοῦ ἀφορίσματοσ ἐπὶ τῶν καρπωμάτων τῶν στεάτων προσοίσουσιν, ἀφόρισμα ἀφορίσαι ἔναντι Κυρίου. καὶ ἔσται σοι καὶ τοῖσ υἱοῖσ σου καὶ ταῖσ θυγατράσι σου μετὰ σοῦ νόμιμον αἰώνιον, ὃν τρόπον συνέταξε Κύριοσ τῷ Μωυσῇ. (Septuagint, Liber Leviticus 10:15)
  • ἰδοὺ ἐγὼ ἀφορίζω ὑμῖν τὸν ὦμον καὶ σκορπιῶ ἔνυστρον ἐπὶ τὰ πρόσωπα ὑμῶν, ἔνυστρον ἑορτῶν ὑμῶν, καὶ λήψομαι ὑμᾶσ εἰσ τὸ αὐτό. (Septuagint, Prophetia Malachiae 2:3)
  • Ἐπειδὴ γὰρ βαθεῖαν εἰρήνην διὰ τὴν εὐνομίαν οἱ πατέρεσ ἡμῶν εἶχον καὶ ἔπραττον καλῶσ, ὥστε καὶ τὸν τῆσ Ἀσίασ βασιλέα Σέλευκον καὶ τὸν Νικάνορα καὶ χρήματα εἰσ τὴν ἱερουργίαν αὐτοῖσ ἀφορίσαι καὶ τὴν πολιτείαν αὐτῶν ἀποδέχεσθαι, (Septuagint, Liber Maccabees IV 3:20)

Synonyms

  1. I mark off boundary

  2. I mark off for myself

  3. I border on

  4. I determine

  5. I separate

  6. I finish

  7. I set apart

  8. I separate

  9. I appoint

Related

Derived

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION