- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

περιγράφω?

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration: perigraphō

Principal Part: περιγράφω περιγράψω

Structure: περι (Prefix) + γράφ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to draw a line round, mark round, to draw, round, to draw a circle
  2. to define, determine, limits had been
  3. to draw in outline, sketch out
  4. to enclose, within brackets, to cancel, to exclude from

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιγράφω περιγράφεις περιγράφει
Dual περιγράφετον περιγράφετον
Plural περιγράφομεν περιγράφετε περιγράφουσι(ν)
SubjunctiveSingular περιγράφω περιγράφῃς περιγράφῃ
Dual περιγράφητον περιγράφητον
Plural περιγράφωμεν περιγράφητε περιγράφωσι(ν)
OptativeSingular περιγράφοιμι περιγράφοις περιγράφοι
Dual περιγράφοιτον περιγραφοίτην
Plural περιγράφοιμεν περιγράφοιτε περιγράφοιεν
ImperativeSingular περιγράφε περιγραφέτω
Dual περιγράφετον περιγραφέτων
Plural περιγράφετε περιγραφόντων, περιγραφέτωσαν
Infinitive περιγράφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιγραφων περιγραφοντος περιγραφουσα περιγραφουσης περιγραφον περιγραφοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιγράφομαι περιγράφει, περιγράφῃ περιγράφεται
Dual περιγράφεσθον περιγράφεσθον
Plural περιγραφόμεθα περιγράφεσθε περιγράφονται
SubjunctiveSingular περιγράφωμαι περιγράφῃ περιγράφηται
Dual περιγράφησθον περιγράφησθον
Plural περιγραφώμεθα περιγράφησθε περιγράφωνται
OptativeSingular περιγραφοίμην περιγράφοιο περιγράφοιτο
Dual περιγράφοισθον περιγραφοίσθην
Plural περιγραφοίμεθα περιγράφοισθε περιγράφοιντο
ImperativeSingular περιγράφου περιγραφέσθω
Dual περιγράφεσθον περιγραφέσθων
Plural περιγράφεσθε περιγραφέσθων, περιγραφέσθωσαν
Infinitive περιγράφεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιγραφομενος περιγραφομενου περιγραφομενη περιγραφομενης περιγραφομενον περιγραφομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιγράψω περιγράψεις περιγράψει
Dual περιγράψετον περιγράψετον
Plural περιγράψομεν περιγράψετε περιγράψουσι(ν)
OptativeSingular περιγράψοιμι περιγράψοις περιγράψοι
Dual περιγράψοιτον περιγραψοίτην
Plural περιγράψοιμεν περιγράψοιτε περιγράψοιεν
Infinitive περιγράψειν
Participle MasculineFeminineNeuter
περιγραψων περιγραψοντος περιγραψουσα περιγραψουσης περιγραψον περιγραψοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular περιγράψομαι περιγράψει, περιγράψῃ περιγράψεται
Dual περιγράψεσθον περιγράψεσθον
Plural περιγραψόμεθα περιγράψεσθε περιγράψονται
OptativeSingular περιγραψοίμην περιγράψοιο περιγράψοιτο
Dual περιγράψοισθον περιγραψοίσθην
Plural περιγραψοίμεθα περιγράψοισθε περιγράψοιντο
Infinitive περιγράψεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
περιγραψομενος περιγραψομενου περιγραψομενη περιγραψομενης περιγραψομενον περιγραψομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὗτος τί περιγράφεις· (Aristophanes, Peace, Lyric-Scene, iambics14)
  • "περιγράφειν δεῖ τὴν πολλὴν βρῶσιν καὶ μάλιστα τῶν ἐχόντων ὅλκιμόν τι καὶ γλίσχρον, οἱο῀ν ᾠῶν, βολβῶν, ἀκροκωλίων, κοχλιῶν καὶ τῶν ὁμοίων, ἐπιμένει γὰρ τῇ κοιλίᾳ πλείονας χρόνους καὶ ἐμπλεκόμενα παρακατέχει τὰ ὑγρά. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 52199)
  • ἐπεὶ δὲ πᾶν, ὅσον ἦν ἐκ λογισμοῦ θεοῖς φίλον, ᾤετο πεπρᾶχθαι καλέσας ἅπαντας εἰς τὸν ἀποδειχθέντα τόπον περιγράφει τετράγωνον σχῆμα τῷ λόφῳ, βοὸς ἄρρενος ἅμα θηλείᾳ ζευχθέντος ὑπ ἄροτρον ἑλκύσας αὔλακα διηνεκῆ τὴν μέλλουσαν ὑποδέξεσθαι τὸ τεῖχος: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 88 2:2)
  • καὶ πρῶτος μὲν ὁ γραμματεὺς λεγόμενος τεθέντος χαμαὶ τοῦ σώματος ἐπὶ τὴν λαγόνα περιγράφει τὴν εὐώνυμον ὅσον δεῖ διατεμεῖν: (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 91 4:2)
  • περὶ δὲ τῆς κατὰ τὸν ἥλιον ἐκλείψεως ἀσθενεστάτας ἀποδείξεις φέροντες οὐ τολμῶσι προλέγειν οὐδ ἀκριβῶς ὑπὲρ ταύτης περιγράφειν τοὺς χρόνους. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 31 6:2)

Synonyms

  1. to define

  2. to draw in outline

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION