Ancient Greek-English Dictionary Language

στενότης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: στενότης στενότες

Structure: στενοτη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ste/nos

Sense

  1. narrowness, straitness

Examples

  • καὶ τὴν μάχην χαλεπὴν ἐποίει καὶ δύσεργον ἡ στενότησ τῶν θυρῶν καὶ κείμενοσ ἐμποδὼν ἤδη νεκρὸσ ὁ Κηφισόδωροσ. (Plutarch, Pelopidas, chapter 11 5:1)
  • εἰ δέ γ’ ἡ στενότησ τοῦ πόρου τῆσ γαστρὸσ αἰτία τοῦ μένειν ἐπὶ πλέον ἦν τοῖσ ἀτρίπτοισ σιτίοισ, οὐδὲν ἂν τούτων ποτὲ διεχώρησεν. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 411)
  • ἡ γὰρ στενότησ ἡ τοῦ χωρίου καὶ τὸ φύσει δυσέξοδον αὐτοῦ καὶ κλύδων ἐπιπεσὼν καὶ τὸ πνεῦμα, ὑπὸ τῶν περικειμένων ὀρῶν ἐσ θυέλλασ περικλώμενον, καὶ ὁ τοῦ βυθοῦ σπασμὸσ ἐπὶ πάντα εἱλούμενοσ οὔτε μένειν οὔτε φεύγειν ἐπέτρεπε· (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 10 3:6)

Synonyms

  1. narrowness

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION