고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἠπειρωτικός ἠπειρωτική ἠπειρωτικόν
Structure: ἠπειρωτικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ἠπειρωτικός | ἠπειρωτική | ἠπειρωτικόν |
Genitive | ἠπειρωτικοῦ | ἠπειρωτικῆς | ἠπειρωτικοῦ | |
Dative | ἠπειρωτικῷ | ἠπειρωτικῇ | ἠπειρωτικῷ | |
Accusative | ἠπειρωτικόν | ἠπειρωτικήν | ἠπειρωτικόν | |
Vocative | ἠπειρωτικέ | ἠπειρωτική | ἠπειρωτικόν | |
Dual | N/A/V | ἠπειρωτικώ | ἠπειρωτικᾱ́ | ἠπειρωτικώ |
G/D | ἠπειρωτικοῖν | ἠπειρωτικαῖν | ἠπειρωτικοῖν | |
Plural | Nominative | ἠπειρωτικοί | ἠπειρωτικαί | ἠπειρωτικά |
Genitive | ἠπειρωτικῶν | ἠπειρωτικῶν | ἠπειρωτικῶν | |
Dative | ἠπειρωτικοῖς | ἠπειρωτικαῖς | ἠπειρωτικοῖς | |
Accusative | ἠπειρωτικούς | ἠπειρωτικᾱ́ς | ἠπειρωτικά | |
Vocative | ἠπειρωτικοί | ἠπειρωτικαί | ἠπειρωτικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ἠπειρωτικός ἠπειρωτικοῦ | ἠπειρωτικότερος ἠπειρωτικοτεροῦ | ἠπειρωτικότατος ἠπειρωτικοτατοῦ |
Adverb | ἠπειρωτικώς | ἠπειρωτικότερον | ἠπειρωτικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기