Ancient Greek-English Dictionary Language

διαμείβω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαμείβω διαμείψω

Structure: δι (Prefix) + ἀμείβ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to exchange, with, to take, in exchange
  2. to finish
  3. to alter

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμείβω διαμείβεις διαμείβει
Dual διαμείβετον διαμείβετον
Plural διαμείβομεν διαμείβετε διαμείβουσιν*
SubjunctiveSingular διαμείβω διαμείβῃς διαμείβῃ
Dual διαμείβητον διαμείβητον
Plural διαμείβωμεν διαμείβητε διαμείβωσιν*
OptativeSingular διαμείβοιμι διαμείβοις διαμείβοι
Dual διαμείβοιτον διαμειβοίτην
Plural διαμείβοιμεν διαμείβοιτε διαμείβοιεν
ImperativeSingular διάμειβε διαμειβέτω
Dual διαμείβετον διαμειβέτων
Plural διαμείβετε διαμειβόντων, διαμειβέτωσαν
Infinitive διαμείβειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμειβων διαμειβοντος διαμειβουσα διαμειβουσης διαμειβον διαμειβοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμείβομαι διαμείβει, διαμείβῃ διαμείβεται
Dual διαμείβεσθον διαμείβεσθον
Plural διαμειβόμεθα διαμείβεσθε διαμείβονται
SubjunctiveSingular διαμείβωμαι διαμείβῃ διαμείβηται
Dual διαμείβησθον διαμείβησθον
Plural διαμειβώμεθα διαμείβησθε διαμείβωνται
OptativeSingular διαμειβοίμην διαμείβοιο διαμείβοιτο
Dual διαμείβοισθον διαμειβοίσθην
Plural διαμειβοίμεθα διαμείβοισθε διαμείβοιντο
ImperativeSingular διαμείβου διαμειβέσθω
Dual διαμείβεσθον διαμειβέσθων
Plural διαμείβεσθε διαμειβέσθων, διαμειβέσθωσαν
Infinitive διαμείβεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμειβομενος διαμειβομενου διαμειβομενη διαμειβομενης διαμειβομενον διαμειβομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • αὐτῷ δὲ νεανίσκοι παρείποντο συνήθεισ ἀμπεχόμενοι καλῶσ, ὧν ἕκαστοσ, εἴ τισ συντύχοι τῷ Κίμωνι τῶν ἀστῶν πρεσβύτεροσ ἠμφιεσμένοσ ἐνδεῶσ, διημείβετο πρὸσ αὐτὸν τὰ ἱμάτια· (Plutarch, , chapter 10 2:2)
  • ἐκ τούτου πάνυ προθύμωσ οἱ Ἀθηναῖοι διημείβοντο τοῖσ Σπαρτιάταισ τὴν τάξιν· (Plutarch, , chapter 16 3:1)
  • ἦσαν δὲ οἵ τε κατήγοροι ὑπ’ αὐτῶν ἐκείνων ἐκ τῶν συγκατασκευαζόντων τὴν τυραννίδα ὑποπεμπόμενοι, καὶ τὰ δικαστήρια ἐκ τῶν ἑταίρων ἀποδεικνύμενα, οἳ διημείβοντο ἀλλήλοισ καταχαριζόμενοι τὰσ δίκασ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 60 5:2)

Synonyms

  1. to exchange

  2. to finish

  3. to alter

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION