Ancient Greek-English Dictionary Language

διαφορέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαφορέω διαφορήσω

Structure: δια (Prefix) + φορέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: = diafe/rw

Sense

  1. to spread abroad
  2. to carry away, carry off
  3. to plunder
  4. to tear in pieces
  5. to carry across from one place to another

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαφόρω διαφόρεις διαφόρει
Dual διαφόρειτον διαφόρειτον
Plural διαφόρουμεν διαφόρειτε διαφόρουσιν*
SubjunctiveSingular διαφόρω διαφόρῃς διαφόρῃ
Dual διαφόρητον διαφόρητον
Plural διαφόρωμεν διαφόρητε διαφόρωσιν*
OptativeSingular διαφόροιμι διαφόροις διαφόροι
Dual διαφόροιτον διαφοροίτην
Plural διαφόροιμεν διαφόροιτε διαφόροιεν
ImperativeSingular διαφο͂ρει διαφορεῖτω
Dual διαφόρειτον διαφορεῖτων
Plural διαφόρειτε διαφοροῦντων, διαφορεῖτωσαν
Infinitive διαφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαφορων διαφορουντος διαφορουσα διαφορουσης διαφορουν διαφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαφόρουμαι διαφόρει, διαφόρῃ διαφόρειται
Dual διαφόρεισθον διαφόρεισθον
Plural διαφοροῦμεθα διαφόρεισθε διαφόρουνται
SubjunctiveSingular διαφόρωμαι διαφόρῃ διαφόρηται
Dual διαφόρησθον διαφόρησθον
Plural διαφορώμεθα διαφόρησθε διαφόρωνται
OptativeSingular διαφοροίμην διαφόροιο διαφόροιτο
Dual διαφόροισθον διαφοροίσθην
Plural διαφοροίμεθα διαφόροισθε διαφόροιντο
ImperativeSingular διαφόρου διαφορεῖσθω
Dual διαφόρεισθον διαφορεῖσθων
Plural διαφόρεισθε διαφορεῖσθων, διαφορεῖσθωσαν
Infinitive διαφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαφορουμενος διαφορουμενου διαφορουμενη διαφορουμενης διαφορουμενον διαφορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαφορήσω διαφορήσεις διαφορήσει
Dual διαφορήσετον διαφορήσετον
Plural διαφορήσομεν διαφορήσετε διαφορήσουσιν*
OptativeSingular διαφορήσοιμι διαφορήσοις διαφορήσοι
Dual διαφορήσοιτον διαφορησοίτην
Plural διαφορήσοιμεν διαφορήσοιτε διαφορήσοιεν
Infinitive διαφορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαφορησων διαφορησοντος διαφορησουσα διαφορησουσης διαφορησον διαφορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαφορήσομαι διαφορήσει, διαφορήσῃ διαφορήσεται
Dual διαφορήσεσθον διαφορήσεσθον
Plural διαφορησόμεθα διαφορήσεσθε διαφορήσονται
OptativeSingular διαφορησοίμην διαφορήσοιο διαφορήσοιτο
Dual διαφορήσοισθον διαφορησοίσθην
Plural διαφορησοίμεθα διαφορήσοισθε διαφορήσοιντο
Infinitive διαφορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαφορησομενος διαφορησομενου διαφορησομενη διαφορησομενης διαφορησομενον διαφορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to spread abroad

  2. to carry away

  3. to plunder

  4. to tear in pieces

  5. to carry across from one place to another

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION