ἁρπάζω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἁρπάζω
ἁρπάξω
ἥρπαξα
ἥρπακα
ἥρπασμαι
ἡρπάχθην
Structure:
ἁρπάζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: From Root ARP, come also a(/rph, A(/rpuiai, cf. Lat. rapio.
Sense
- to snatch away, carry off
- to seize hastily, snatch up
- to seize, overpower
- to plunder
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ ἀπεπήδησεν εἷσ τῶν σκύμνων αὐτῆσ, λέων ἐγένετο καὶ ἔμαθε τοῦ ἁρπάζειν ἁρπάγματα, ἀνθρώπουσ ἔφαγε. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 19:3)
- καὶ ἀνεστρέφετο ἐν μέσῳ λεόντων, λέων ἐγένετο καὶ ἔμαθεν ἁρπάζειν ἁρπάγματα, ἀνθρώπουσ ἔφαγε. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 19:6)
- τὴν δὲ πόλιν αὐτὴν ὁρῶν ὀλιγωρίᾳ τῶν προεστώτων διεφθαρμένην, τῶν πολλῶν κλεπτόντων, μᾶλλον δὲ ἁρπαζόντων τὰ κοινά, ὑδάτων τε ἐπιρροίαισ ἀνεκτησάμην καὶ οἰκοδομημάτων ἀναστάσεσιν ἐκόσμησα καὶ τειχῶν περιβολῇ ἐκράτυνα καὶ τὰσ προσόδουσ, ὅσαι ἦσαν κοιναί, τῇ τῶν ἐφεστώτων ἐπιμελείᾳ ῥᾳδίωσ ἐπηύξησα καὶ τῆσ νεολαίασ ἐπεμελούμην καὶ τῶν γερόντων προὐνόουν καὶ τὸν δῆμον ἐν θέαισ καὶ διανομαῖσ καὶ πανηγύρεσι καὶ δημοθοινίαισ διῆγον, ὕβρεισ δὲ παρθένων ἢ ἐφήβων διαφθοραὶ ἢ γυναικῶν ἀπαγωγαὶ ἢ δορυφόρων ἐπιπέμψεισ ἢ δεσποτική τισ ἀπειλὴ ἀποτρόπαιά μοι καὶ ἀκοῦσαι ἦν. (Lucian, Phalaris, book 1 3:5)
- πάλιν αὖ ἐνταῦθα ἤκουον τῶν νόμων τἀναντία τοῖσ ποιηταῖσ κελευόντων, μήτε μοιχεύειν μήτε στασιάζειν μήτε ἁρπάζειν. (Lucian, Necyomantia, (no name) 3:6)
- φησὶ γὰρ αὕτη τοὺσ μὲν ἔχοντασ καὶ πλουτοῦντασ δεῖπνον κατὰ μῆν’ ἀποπέμπειν, τοὺσ δὲ πένητασ τῶν ἀνθρώπων ἁρπάζειν πρὶν καταθεῖναι. (Aristophanes, Plutus, Agon, epirrheme 1:44)
Synonyms
-
to snatch away
-
to seize
-
to plunder
Derived
- ἀναρπάζω (to snatch up, to snatch away, carry off)
- ἀφαρπάζω (to tear off or from, to snatch away, steal from)
- διαρπάζω (to tear in pieces, to efface, to spoil)
- ἐξαναρπάζω (to snatch away)
- ἐξαρπάζω (to snatch away from, to rescue, the captured ones)
- καθαρπάζω (to snatch down)
- παραρπάζω (to filch away)
- προαρπάζω (to snatch away before, to snap at, anticipate hastily)
- συναρπάζω (to seize and carry clean away, to seize and pin, together)
- ὑφαρπάζω (to snatch away from under, to take away underhand, filch away)