고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: προκαταλαμβάνω προκαταλήψομαι
Structure: προ (Prefix) + κατα (Prefix) + λαμβάν (Stem) + ω (Ending)
Middle | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | προκαταλήψομαι | προκαταλήψει, προκαταλήψῃ | προκαταλήψεται |
Dual | προκαταλήψεσθον | προκαταλήψεσθον | ||
Plural | προκαταληψόμεθα | προκαταλήψεσθε | προκαταλήψονται | |
Optative | Singular | προκαταληψοίμην | προκαταλήψοιο | προκαταλήψοιτο |
Dual | προκαταλήψοισθον | προκαταληψοίσθην | ||
Plural | προκαταληψοίμεθα | προκαταλήψοισθε | προκαταλήψοιντο | |
Infinitive | προκαταλήψεσθαι | |||
Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
προκαταληψομενος προκαταληψομενου | προκαταληψομενη προκαταληψομενης | προκαταληψομενον προκαταληψομενου |
Active | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | προκατελάμβανον | προκατελάμβανες | προκατελάμβανεν* |
Dual | προκατελαμβάνετον | προκατελαμβανέτην | ||
Plural | προκατελαμβάνομεν | προκατελαμβάνετε | προκατελάμβανον | |
Middle/Passive | ||||
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | προκατελαμβανόμην | προκατελαμβάνου | προκατελαμβάνετο |
Dual | προκατελαμβάνεσθον | προκατελαμβανέσθην | ||
Plural | προκατελαμβανόμεθα | προκατελαμβάνεσθε | προκατελαμβάνοντο |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기