περιλαμβάνω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
περιλαμβάνω
περιλήψομαι
περιέλαβον
Structure:
περι
(Prefix)
+
λαμβάν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to seize around, embrace
- to encompass or surround, to intercept, to intercept, you get hold of, catch, to be caught
- to comprehend, include
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὁ γὰρ ἀνὴρ οὗτοσ τὴν εὐέπειαν ἐκ παντὸσ διώκει καὶ τοῦ γλαφυρῶσ λέγειν στοχάζεται μᾶλλον ἢ τοῦ ἀφελῶσ, τῶν τε γὰρ φωνηέντων τὰσ παραλλήλουσ θέσεισ ὡσ ἐκλυούσασ τὰσ ἁρμονίασ τῶν ἤχων καὶ τὴν λειότητα τῶν φθόγγων λυμαινομένασ περιίσταται, περιόδῳ τε καὶ κύκλῳ περιλαμβάνειν τὰ νοήματα πειρᾶται ῥυθμοειδεῖ πάνυ καὶ οὐ πολὺ ἀπέχοντι τοῦ ποιητικοῦ μέτρου, ἀναγνώσεώσ τε μᾶλλον οἰκειότερόσ ἐστιν ἢ χρήσεωσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 2 1:4)
- καθόλου δὲ τριῶν ὄντων, ὥσ φησι Θεόφραστοσ, ἐξ ὧν γίνεται τὸ μέγα καὶ σεμνὸν καὶ περιττὸν ἐν λέξει, τῆσ τε ἐκλογῆσ τῶν ὀνομάτων καὶ τῆσ ἐκ τούτων ἁρμονίασ καὶ τῶν περιλαμβανόντων αὐτὰ σχημάτων, ἐκλέγει μὲν εὖ πάνυ καὶ τὰ κράτιστα τῶν ὀνομάτων τίθησιν, ἁρμόττει δὲ αὐτὰ περιέργωσ, τὴν εὐφωνίαν ἐντείνων μουσικήν, σχηματίζει τε φορτικῶσ καὶ τὰ πολλὰ γίνεται ψυχρὸσ ἢ τῷ πόρρωθεν λαμβάνειν ἢ τῷ μὴ πρέποντα εἶναι τὰ σχήματα τοῖσ πράγμασι διὰ τὸ μὴ κρατεῖν τοῦ μετρίου. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 31)
- ταῦτα μέντοι καὶ μακροτέραν αὐτῷ ποιεῖ τὴν λέξιν πολλάκισ, λέγω δὲ τό τε εἰσ περιόδουσ ἐναρμόττειν ἅπαντα τὰ νοήματα καὶ τὸ τοῖσ αὐτοῖσ τύποισ τῶν σχημάτων τὰσ περιόδουσ περιλαμβάνειν καὶ τὸ διώκειν ἐκ παντὸσ τὴν εὐρυθμίαν. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 3 1:1)
- εἶτ̓ ἐγὼ μὲν ὥσπερ ἄνδρα περιελάμβανον, ἡ δὲ ἐφίλει τε καὶ ἐποίει καὶ ἤσθμαινε καὶ ἐδόκει μοι ἐσ ὑπερβολὴν ἥδεσθαι. (Lucian, Dialogi meretricii, 4:9)
- προθύμωσ ἐπιλαβέσθαι τῆσ κατασκευῆσ, προσκαρτερῶν καὶ αὐτὸσ τὰσ ἡμέρασ, τὸ μὲν οὖν ἥμισυ τοῦ παντὸσ τῆσ νεὼσ ἐν μησὶν ἓξ ἐξειργάσατο καὶ ταῖσ ἐκ μολίβου ποιηθείσαισ κεραμίσιν ἀεὶ καθ’ ὃ ναυπηγηθείη μέροσ περιελαμβάνετο, ὡσ ἂν τριακοσίων ὄντων τῶν τὴν ὕλην ἐργαζομένων τεχνιτῶν χωρὶσ τῶν ὑπηρετούντων, τοῦτο μὲν οὖν τὸ μέροσ εἰσ τὴν θάλασσαν καθέλκειν προσετέτακτο, τὴν λοιπὴν κατασκευὴν ἵν’ ἐκεῖ λαμβάνῃ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 40 3:1)
- αὐτῆσ προειπεῖν, τίσι τε αὐτὴν περιλαμβάνω χρόνοισ καὶ περὶ τίνων ποιοῦμαι πραγμάτων τὴν διήγησιν καὶ ποταπὸν ἀποδίδωμι τὸ σχῆμα τῇ πραγματείᾳ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 7 6:1)
Synonyms
-
to seize around
-
to comprehend
Derived
- ἀναλαμβάνω (to take up, take into one's hands, to take on board ship)
- ἀπολαμβάνω (to take or receive from, to receive what is one's due, to accept)
- διαλαμβάνω (to take or receive severally, each for himself, each his share)
- ἐκλαμβάνω (to receive from, receive in full, to contract to do)
- ἐπαναλαμβάνω (to take up again, resume, repeat)
- ἐπιλαμβάνω (I take or get besides, I take, receive)
- καταλαμβάνω (I seize, grasp, hold)
- λαμβάνω (I take, I take hold of, grasp)
- μεταλαμβάνω (to have or get a share of, to partake of, to get possession of)
- παραλαμβάνω (to receive from another, to take upon oneself, undertake)
- προκαταλαμβάνω (to seize beforehand, preoccupy, to be preoccupied)
- προλαμβάνω (to take or receive before, to take or seize beforehand, to provide)
- προσαναλαμβάνω (to take in besides, to recal, to recover)
- προσλαμβάνω (to take or receive besides, get over and above, to take to oneself)
- προυπολαμβάνω (to assume beforehand)
- συγκαταλαμβάνω (to seize, take possession of together, to occupy at the same time)
- συλλαμβάνω (I collect, gather; I rally, I take with me)
- συμπαραλαμβάνω (to take along with, take in as an adjunct)
- συμπεριλαμβάνω (to comprehend, with, to take part together in)
- συναπολαμβάνω (to receive in common or at once)
- ὑπολαμβάνω (I take up, I bear up, support)