Ancient Greek-English Dictionary Language

διαλαγχάνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διαλαγχάνω διαλήξομαι

Structure: δια (Prefix) + λαγχάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to divide or part by lot, to tear in pieces

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλαγχάνω διαλαγχάνεις διαλαγχάνει
Dual διαλαγχάνετον διαλαγχάνετον
Plural διαλαγχάνομεν διαλαγχάνετε διαλαγχάνουσιν*
SubjunctiveSingular διαλαγχάνω διαλαγχάνῃς διαλαγχάνῃ
Dual διαλαγχάνητον διαλαγχάνητον
Plural διαλαγχάνωμεν διαλαγχάνητε διαλαγχάνωσιν*
OptativeSingular διαλαγχάνοιμι διαλαγχάνοις διαλαγχάνοι
Dual διαλαγχάνοιτον διαλαγχανοίτην
Plural διαλαγχάνοιμεν διαλαγχάνοιτε διαλαγχάνοιεν
ImperativeSingular διαλάγχανε διαλαγχανέτω
Dual διαλαγχάνετον διαλαγχανέτων
Plural διαλαγχάνετε διαλαγχανόντων, διαλαγχανέτωσαν
Infinitive διαλαγχάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλαγχανων διαλαγχανοντος διαλαγχανουσα διαλαγχανουσης διαλαγχανον διαλαγχανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλαγχάνομαι διαλαγχάνει, διαλαγχάνῃ διαλαγχάνεται
Dual διαλαγχάνεσθον διαλαγχάνεσθον
Plural διαλαγχανόμεθα διαλαγχάνεσθε διαλαγχάνονται
SubjunctiveSingular διαλαγχάνωμαι διαλαγχάνῃ διαλαγχάνηται
Dual διαλαγχάνησθον διαλαγχάνησθον
Plural διαλαγχανώμεθα διαλαγχάνησθε διαλαγχάνωνται
OptativeSingular διαλαγχανοίμην διαλαγχάνοιο διαλαγχάνοιτο
Dual διαλαγχάνοισθον διαλαγχανοίσθην
Plural διαλαγχανοίμεθα διαλαγχάνοισθε διαλαγχάνοιντο
ImperativeSingular διαλαγχάνου διαλαγχανέσθω
Dual διαλαγχάνεσθον διαλαγχανέσθων
Plural διαλαγχάνεσθε διαλαγχανέσθων, διαλαγχανέσθωσαν
Infinitive διαλαγχάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλαγχανομενος διαλαγχανομενου διαλαγχανομενη διαλαγχανομενης διαλαγχανομενον διαλαγχανομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • διαλαγχάνειν οὖν αὐτοὺσ καὶ τὸν λαχόντα ἔχοντα δρεπάνιον ἐπιβαίνειν τῷ λίθῳ καὶ τὸν τράχηλον εἰσ τὸν βρόχον ἐντιθέναι· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 42 4:2)
  • ὡπλισμένων δὲ ἤδη τῶν πολλῶν, καὶ τὸ σύνθημα παραλαμβανόντων παρὰ τοῦ Οὐάλεντοσ, ἐν ὅσῳ τὴν τάξιν διελάγχανε τὰ τάγματα, τοὺσ ἀρίστουσ τῶν ἱππέων προεξέπεμψαν. (Plutarch, Otho, chapter 11 4:1)
  • κυρωθέντοσ δὲ τοῦ νόμου συνελθόντεσ οἱ δημοτικοὶ τά τε οἰκόπεδα διελάγχανον καὶ κατῳκοδόμουν ὅσον ἕκαστοι τόπον δυνηθεῖεν ἀπολαμβάνοντεσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 32 6:3)
  • θεοὶ γὰρ ἅπασαν γῆν ποτε κατὰ τοὺσ τόπουσ διελάγχανον ‐ οὐ κατ’ ἔριν· (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 21:1)
  • τῷ δήμῳ δὲ κατ’ ἀρχὰσ μὲν ἦν ἀσμένῳ τοὺσ κληρούχουσ διαλαγχάνειν ὡσ λιμοῦ τ’ ἀπαλλαχθησομένῳ καὶ χώραν οἰκήσοντι εὐδαίμονα· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 13 5:2)

Synonyms

  1. to divide or part by lot

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION