Ancient Greek-English Dictionary Language

προσλαγχάνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προσλαγχάνω προσλήξομαι προσείληχα

Structure: προς (Prefix) + λαγχάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to obtain by lot besides, to obtain leave to bring, also

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσλαγχάνω προσλαγχάνεις προσλαγχάνει
Dual προσλαγχάνετον προσλαγχάνετον
Plural προσλαγχάνομεν προσλαγχάνετε προσλαγχάνουσιν*
SubjunctiveSingular προσλαγχάνω προσλαγχάνῃς προσλαγχάνῃ
Dual προσλαγχάνητον προσλαγχάνητον
Plural προσλαγχάνωμεν προσλαγχάνητε προσλαγχάνωσιν*
OptativeSingular προσλαγχάνοιμι προσλαγχάνοις προσλαγχάνοι
Dual προσλαγχάνοιτον προσλαγχανοίτην
Plural προσλαγχάνοιμεν προσλαγχάνοιτε προσλαγχάνοιεν
ImperativeSingular προσλάγχανε προσλαγχανέτω
Dual προσλαγχάνετον προσλαγχανέτων
Plural προσλαγχάνετε προσλαγχανόντων, προσλαγχανέτωσαν
Infinitive προσλαγχάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσλαγχανων προσλαγχανοντος προσλαγχανουσα προσλαγχανουσης προσλαγχανον προσλαγχανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσλαγχάνομαι προσλαγχάνει, προσλαγχάνῃ προσλαγχάνεται
Dual προσλαγχάνεσθον προσλαγχάνεσθον
Plural προσλαγχανόμεθα προσλαγχάνεσθε προσλαγχάνονται
SubjunctiveSingular προσλαγχάνωμαι προσλαγχάνῃ προσλαγχάνηται
Dual προσλαγχάνησθον προσλαγχάνησθον
Plural προσλαγχανώμεθα προσλαγχάνησθε προσλαγχάνωνται
OptativeSingular προσλαγχανοίμην προσλαγχάνοιο προσλαγχάνοιτο
Dual προσλαγχάνοισθον προσλαγχανοίσθην
Plural προσλαγχανοίμεθα προσλαγχάνοισθε προσλαγχάνοιντο
ImperativeSingular προσλαγχάνου προσλαγχανέσθω
Dual προσλαγχάνεσθον προσλαγχανέσθων
Plural προσλαγχάνεσθε προσλαγχανέσθων, προσλαγχανέσθωσαν
Infinitive προσλαγχάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσλαγχανομενος προσλαγχανομενου προσλαγχανομενη προσλαγχανομενης προσλαγχανομενον προσλαγχανομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to obtain by lot besides

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION