헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκπέμπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκπέμπω ἐκπέμψω

형태분석: ἐκ (접두사) + πέμπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 출발하다, 떠나다, 떠나가다, 나서다, 은퇴하다
  2. 방출하다, 내뿜다, 추진하다
  3. 개가하다, 이혼하다, 쫓아내다, 밖으로 던지다
  4. 퍼붓다, 쏟다, 내보내다
  5. 방출하다, 내뿜다, 생산하다
  1. to send out or forth from
  2. to bring out by calling, call or fetch out, to go forth, depart
  3. to send forth, dispatch
  4. to send away, cast out, to divorce
  5. to send out, send abroad
  6. to send forth, give out

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπέμπω

ἐκπέμπεις

ἐκπέμπει

쌍수 ἐκπέμπετον

ἐκπέμπετον

복수 ἐκπέμπομεν

ἐκπέμπετε

ἐκπέμπουσιν*

접속법단수 ἐκπέμπω

ἐκπέμπῃς

ἐκπέμπῃ

쌍수 ἐκπέμπητον

ἐκπέμπητον

복수 ἐκπέμπωμεν

ἐκπέμπητε

ἐκπέμπωσιν*

기원법단수 ἐκπέμποιμι

ἐκπέμποις

ἐκπέμποι

쌍수 ἐκπέμποιτον

ἐκπεμποίτην

복수 ἐκπέμποιμεν

ἐκπέμποιτε

ἐκπέμποιεν

명령법단수 ἐκπέμπε

ἐκπεμπέτω

쌍수 ἐκπέμπετον

ἐκπεμπέτων

복수 ἐκπέμπετε

ἐκπεμπόντων, ἐκπεμπέτωσαν

부정사 ἐκπέμπειν

분사 남성여성중성
ἐκπεμπων

ἐκπεμποντος

ἐκπεμπουσα

ἐκπεμπουσης

ἐκπεμπον

ἐκπεμποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπέμπομαι

ἐκπέμπει, ἐκπέμπῃ

ἐκπέμπεται

쌍수 ἐκπέμπεσθον

ἐκπέμπεσθον

복수 ἐκπεμπόμεθα

ἐκπέμπεσθε

ἐκπέμπονται

접속법단수 ἐκπέμπωμαι

ἐκπέμπῃ

ἐκπέμπηται

쌍수 ἐκπέμπησθον

ἐκπέμπησθον

복수 ἐκπεμπώμεθα

ἐκπέμπησθε

ἐκπέμπωνται

기원법단수 ἐκπεμποίμην

ἐκπέμποιο

ἐκπέμποιτο

쌍수 ἐκπέμποισθον

ἐκπεμποίσθην

복수 ἐκπεμποίμεθα

ἐκπέμποισθε

ἐκπέμποιντο

명령법단수 ἐκπέμπου

ἐκπεμπέσθω

쌍수 ἐκπέμπεσθον

ἐκπεμπέσθων

복수 ἐκπέμπεσθε

ἐκπεμπέσθων, ἐκπεμπέσθωσαν

부정사 ἐκπέμπεσθαι

분사 남성여성중성
ἐκπεμπομενος

ἐκπεμπομενου

ἐκπεμπομενη

ἐκπεμπομενης

ἐκπεμπομενον

ἐκπεμπομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν ἐπὶ τὴν ψυχὴν καλόν, εἶτα πρὸσ αὑτὸ κοσμῆσαν ἐκπέμπει τοὺσ λόγουσ. (Lucian, De Domo, (no name) 4:4)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 4:4)

  • ἀλλά τίνασ ἐκείνουσ ὁ Κροῖσοσ ἐκπέμπει ἢ τί ἐπὶ τῶν ὤμων φέρουσι; (Lucian, Contemplantes, (no name) 11:1)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 11:1)

  • ναυσίποροι δέ εἰσιν ὅ τε Ἄκαμψισ καὶ ὁ Ἶσισ, καὶ αὔρασ τὰσ ἑωθινὰσ ἰσχυρὰσ ἐκπέμπουσιν. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 7 8:2)

    (아리아노스, Periplus Ponti Euxini, chapter 7 8:2)

  • Πρὸσ τάδε ὁ Κομβάβοσ αὐτίκα λίσσετο πολλὰ λιπαρέων μή μιν ἐκπέμπειν μηδὲ πιστεύειν οἱ τὰ πολλὸν ἑωυτοῦ μέζονα χρήματα καὶ γυναῖκα καὶ ἔργον ἱρόν. (Lucian, De Syria dea, (no name) 19:6)

    (루키아노스, De Syria dea, (no name) 19:6)

  • πολὺν δὲ σὺν ἐμοὶ χρυσὸν ἐκπέμπει λάθρᾳ πατήρ, ἵν’, εἴ ποτ’ Ἰλίου τείχη πέσοι, τοῖσ ζῶσιν εἰή παισὶ μὴ σπάνισ βίου. (Euripides, Hecuba, episode 1:2)

    (에우리피데스, Hecuba, episode 1:2)

  • δεύτερον αὖτε Γίγαντασ ἀολλέασ ἄλλοθεν ἄλλουσ ἐκπέμπω πολλαῖσ χείρεσιν ἑλκομένουσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 28 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 28 1:1)

  • καίτοι τί σε Δορκάσ, ἐκπέμπω, σὺν σοὶ καὐτόσ, ἰδού, προάγων; (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 182 1:4)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 182 1:4)

유의어

  1. to send out or forth from

  2. 방출하다

  3. 개가하다

  4. 퍼붓다

  5. 방출하다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION