ἐκπέμπω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐκπέμπω
ἐκπέμψω
형태분석:
ἐκ
(접두사)
+
πέμπ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 출발하다, 떠나다, 떠나가다, 나서다, 은퇴하다
- 방출하다, 내뿜다, 추진하다
- 개가하다, 이혼하다, 쫓아내다, 밖으로 던지다
- 퍼붓다, 쏟다, 내보내다
- 방출하다, 내뿜다, 생산하다
- to send out or forth from
- to bring out by calling, call or fetch out, to go forth, depart
- to send forth, dispatch
- to send away, cast out, to divorce
- to send out, send abroad
- to send forth, give out
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ τοὺσ μὲν ἐξέπεμπον, οἳ δ’ ἧκον ξένοι, ὥσθ’ ἡδὺσ αἰεὶ καινὸσ ἐν καινοῖσιν ἦ. (Euripides, Ion, episode, iambic 4:5)
(에우리피데스, Ion, episode, iambic 4:5)
- οἱ δὲ τὸν Ἆγιν εὐθὺσ ἐξέπεμπον ἐπηρμένον τῇ φιλοτιμίᾳ καὶ προθυμίᾳ τῶν συστρατευομένων, νέοι γὰρ ὄντεσ οἱ πλεῖστοι καὶ πένητεσ, καὶ τὴν μὲν ἀπὸ τῶν χρεῶν ἄδειαν ἔχοντεσ ἤδη καὶ λελυμένοι, τοὺσ δὲ ἀγροὺσ ἐλπίζοντεσ, ἂν ἐπανέλθωσιν ἐκ τῆσ στρατείασ, νεμηθήσεσθαι, θαυμαστοὺσ τῷ Ἄγιδι παρεῖχον ἑαυτούσ· (Plutarch, Agis, chapter 14 1:1)
(플루타르코스, Agis, chapter 14 1:1)
- "ἐπεὶ δὲ Κλεόβουλοσ ὁ Λινδίων τύραννοσ, εἶτα Περίανδροσ ὁ Κορίνθιοσ, οὐδὲν αὐτοῖσ ἀρετῆσ μετὸν οὐδὲ σοφίασ, ἀλλὰ δυνάμει καὶ φίλοισ καὶ χάρισι καταβιαζόμενοι τὴν δόξαν, ἐνέβαλον εἰσ τοὔνομα τῶν σοφῶν καί τινασ γνώμασ καὶ λόγουσ ἐξέπεμπον καὶ διέσπειρον εἰσ τὴν Ἑλλάδα τοῖσ ὑπ’ ἐκείνων λεγομένοισ ὁμοίουσ· (Plutarch, De E apud Delphos, section 35)
(플루타르코스, De E apud Delphos, section 35)
- εἰ δ’ ἦν ἐν οἴκοισ ἀντὶ θηλειῶν στάχυσ ἄρσην, πόλιν δὲ πολεμία κατεῖχε φλόξ, οὐκ ἄν νιν ἐξέπεμπον εἰσ μάχην δορόσ, θάνατον προταρβοῦσ’; (Lycurgus, Speeches, 134:18)
(리쿠르고스, 연설, 134:18)
- συμπράττοντοσ δὲ τοῦ Λυσάνδρου πάντα προθύμωσ ἐψηφίσαντο, καὶ τὸν Ἀγησίλαον ἐξέπεμπον εὐθὺσ ἔχοντα τοὺσ τριάκοντα Σπαρτιατασ, ὧν ὁ Λύσανδροσ ἦν πρῶτοσ, οὐ διὰ τὴν ἑαυτοῦ δόξαν καὶ δύναμιν μόνον, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν Ἀγησιλάου φιλίαν, ᾧ μεῖζον ἐδόκει τῆσ βασιλείασ ἀγαθὸν διαπεπρᾶχθαι τὴν στρατηγίαν ἐκείνην. (Plutarch, Agesilaus, chapter 6 3:1)
(플루타르코스, Agesilaus, chapter 6 3:1)
유의어
-
to send out or forth from
- ἐκπροίημι (방출하다, 내뿜다)
- ἀναπέμπω (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
- ἀναπιδύω (to send forth water)
- ἀναπνέω (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
- προπέμπω (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
- ἐπιπροίημι (쏘다, ~주변을 돌아다니다, 안으로 던지다)
- κρουνίζω (to send forth a stream)
- καταστίλβω (to send beaming forth)
- ἐξαφίημι (방출하다, 게우다, 내보내다)
- ἀφῑ́ημι (방출하다, 내뿜다, 추진하다)
- προιάλλω (무시하다, 웃다, 방출하다)
- ἀναδίδωμι (내다, 퍼뜨리다, 공표하다)
- ἵ̄ημι (보내다, 방출하다)
- ἰάλλω (보내다, 방출하다)
- ἐφίημι (to send to)
- ἀναπέμπω (to send up)
- ἐξανίημι (방출하다, 풀어주다, 풀다)
- προίημι (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
- ἐξοιχνέω (to go out or forth)
- πρόειμι (나서다, 출발하다)
- ἀφῑ́ημι (방출하다, 게우다, 내다)
- ἰάπτω (시작하다, 내밀다, 착수하다)
-
방출하다
- ἀφῑ́ημι (방출하다, 내뿜다, 추진하다)
- πέμπω (보내다, 추진하다, 진척시키다)
- ἐκπροίημι (방출하다, 내뿜다)
- ἀναπέμπω (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
- ἀναπιδύω (to send forth water)
- στέλλω (보내다, 떠나다, 출발하다)
- ἀναπνέω (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
- προπέμπω (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
- ἐπιπροίημι (쏘다, ~주변을 돌아다니다, 안으로 던지다)
- καταπέμπω (추진하다, 진척시키다, 파견하다)
- κρουνίζω (to send forth a stream)
- καταστίλβω (to send beaming forth)
- διαποστέλλω (추진하다, 진척시키다, 파견하다)
- ἐξαφίημι (방출하다, 게우다, 내보내다)
- προιάλλω (무시하다, 웃다, 방출하다)
- ἀπιάλλω (추진하다, 진척시키다)
- ἀποπέμπω (추진하다, 진척시키다)
- ἐξαποστέλλω (to send quite away: - Pass., to be dispatched)
- περιπέμπω (to send round, dispatch in all directions)
-
개가하다
-
퍼붓다
-
방출하다
- ἀναδίδωμι (내다, 퍼뜨리다, 공표하다)
- ἐκπροίημι (방출하다, 내뿜다)
- ἀναπέμπω (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
- ἀναπιδύω (to send forth water)
- ἀναπνέω (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
- ἐπιπροίημι (쏘다, ~주변을 돌아다니다, 안으로 던지다)
- προπέμπω (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
- κρουνίζω (to send forth a stream)
- καταστίλβω (to send beaming forth)
- ἐξαφίημι (방출하다, 게우다, 내보내다)
- ἀφῑ́ημι (방출하다, 내뿜다, 추진하다)
- προιάλλω (무시하다, 웃다, 방출하다)
- ἐξανίημι (방출하다, 풀어주다, 풀다)
- προίημι (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
파생어
- ἀναπέμπω (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
- ἀποπέμπω (개가하다, 이혼하다, 무시하다)
- διαπέμπω (전달하다, 보내다, 전송하다)
- εἰσπέμπω (가져오다, 안으로 보내다, 안에 넣다)
- ἐπιπέμπω (to send besides or again, to send upon or to, to send upon or against)
- καταπέμπω (추진하다, 진척시키다, 파견하다)
- μεταπέμπω (소환하다, 부르다, 불러내다)
- παραπέμπω (호위하다, 인도하다, 우회시키다)
- πέμπω (보내다, 추진하다, 진척시키다)
- περιπέμπω (to send round, dispatch in all directions)
- προαποπέμπω (to send away before)
- προεκπέμπω (to send out before)
- προπέμπω (야기시키다, 유발시키다, 불러일으키다)
- προσαποπέμπω (to send away or off besides)
- προσεκπέμπω (to send away besides)
- προσπέμπω (보내다, 있다, 돌보다)
- συμπέμπω (to send with or at the same time, to help in conducting)
- συναναπέμπω (to send up together)
- συναποπέμπω (to send off together)
- συνεκπέμπω (to send out together)
- ὑπεκπέμπω (to send out secretly, I was sent out secretly)
- ὑποπέμπω (to send under, to be sent beneath, to send secretly: to send as a spy)