δυνατός
First/Second declension Adjective;
Transliteration:
Principal Part:
δυνατός
δυνατή
δυνατόν
Structure:
δυνατ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- strong, mighty
- (with infinitive) to be able to do
- (of outward power) powerful, influential
- able to produce
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὑπουργήσω γὰρ ὅσα δυνατά. (Lucian, Contemplantes, (no name) 3:9)
- ταῦτα μὲν οὖν εἶχον ἂν λέγειν, εἰ καὶ δυνατὰ μὲν οὗτοσ προσέταττεν, ἐγὼ δὲ μὴ πάντωσ ἅπασι μηδὲ πρὸσ ἀνάγκην ὑπήκουον. (Lucian, Abdicatus, (no name) 26:1)
- εἰ δέ μου ἀκούσαιτε ^ ὑπὲρ τῆσ τέχνησ δικαιολογουμένου, μάθοιτ’ ἂν ὡσ οὔτε πάντα ἡμῖν δυνατά ἐστιν οὔθ’ αἱ τῶν νοσημάτων φύσεισ παραπλήσιοι οὔτ’ ἰάσισ ἡ αὐτὴ οὔτε φάρμακα τὰ αὐτὰ ἐπὶ πάντων ἰσχυρά, καὶ τότ’ ἔσται δῆλον ὡσ πάμπολυ τοῦ μὴ βούλεσθαί τι τὸ μὴ δύνασθαι διαφέρει. (Lucian, Abdicatus, (no name) 26:5)
- δηλοῦσι δὲ μάλιστα τὴν δεινότητα τῆσ εὑρέσεωσ αὐτοῦ οἵ τε ἀμάρτυροι τῶν λόγων καὶ οἱ περὶ τὰσ παραδόξουσ συνταχθέντεσ ὑποθέσεισ, ἐν οἷσ πλεῖστα καὶ κάλλιστα ἐνθυμήματα λέγει καὶ τὰ πάνυ δοκοῦντα τοῖσ ἄλλοισ ἄπορα εἶναι καὶ ἀδύνατα εὔπορα καὶ δυνατὰ φαίνεσθαι ποιεῖ, κριτικὸσ ὧν δεῖ λέγειν καὶ ὅτε μὴ πᾶσιν ἐξῆν χρῆσθαι τοῖσ εὑρεθεῖσι, τῶν κρατίστων δὲ καὶ κυριωτάτων ἐκλεκτικόσ, εἰ μὴ καὶ μάλιστα τῶν ἄλλων ῥητόρων, οὐδενόσ γε ἧττον. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 15 1:4)
- καὶ ὅτι προκαλούμενοι τοὺσ ἀντιδίκουσ εἰσ διαλλαγὰσ καὶ φίλοισ τὰ πράγματα ἐπιτρέποντεσ καὶ τὰ δυνατὰ ἐλαττοῦσθαι ὑπομένοντεσ οὐδενὸσ ἠδυνήθησαν τυχεῖν τῶν μετρίων. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 245)
Synonyms
-
strong
- ἀλκαῖος (strong, mighty)
- βαρύς (strong, mighty)
- ἰσχυρός (strong, mighty)
- σθεναρός (strong, mighty)
- ῥωμαλέος (mighty, strong)
- κρατύς (strong, mighty)
- ὑπερμενής (exceeding mighty, exceeding strong)
- κρατερός (strong, stout, mighty)
- κρατερός (strong, mighty, cruel)
- κραταιός (strong, mighty, resistless)
- ὄβριμος (strong, mighty, mightily)
- ζαμενής (very strong, mighty, raging)
- καρτερόθυμος (stout-hearted, strong, mighty)
- ἐπαλκής (strong)
- καρτερός (strong)
- κρατερός (strong, vehement, mighty)
-
to be able to do
-
able to produce