κρατερός
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
κρατερός
κρατερή
κρατερόν
Structure:
κρατερ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Etym.: epic form of ka/rteros,
Sense
- strong, stout, mighty
- strong, mighty, cruel
- strong, vehement, mighty, a harsh, rough
- strongly, stoutly, roughly
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὡσ δ’ ὅτ’ ἀνὴρ ἀσπαστὸν ὑπεκπροφύγῃ κακότητα νούσου ὕπ’ ἀργαλέησ ἢ καὶ κρατεροῦ ὑπὸ δεσμοῦ, ὥσ ῥα τότ’ Ἀμφιτρύων χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσασ ἀσπασίωσ τε φίλωσ τε ἑὸν δόμον εἰσαφίκανεν. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 3:3)
- τὸν μὲν χειρότερον, τὸν δ’ αὖ μέγ’ ἀμείνονα φῶτα, δεινόν τε κρατερόν τε, βίην Ἡρακληείην· (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 3:7)
- ὅσ ῥα τόθ’ ἡνίοχον προσέφη κρατερὸν Ιὄλαον· (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 4:12)
- ἦ μὴν καὶ κρατερόσ περ ἐὼν ἀάται πολέμοιο. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 7:3)
- οἰο͂ν δὴ καὶ τόνδε βροτὸν κρατερόν τε μέγαν τε σὰσ ἐσ χεῖρασ ἄγουσιν, ἵνα κλέοσ ἐσθλὸν ἄρηαι. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 8:3)
- τῷ δ’ ἡνίοχοσ κρατερὸσ Ιὄλαοσ δίφρου ἐπεμβεβαὼσ ἰθύνετο καμπύλον ἁρ́μα. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 29:4)
- ἐκ δὲ τῆσ Ὀρεστίδοσ Κράτερόσ τε ὁ Ἀλεξάνδρου, καὶ Περδίκκασ ὁ Ὀρόντεω· (Arrian, Indica, chapter 18 5:1)
- ἐν δὲ τοῖσ ψηφίσμασιν, ἃ συνήγαγε Κρατερόσ, ἀντίγραφα συνθηκῶν ὡσ γενομένων κατατέτακται. (Plutarch, , chapter 13 6:1)
- κρατερὸσ δ’ ὁ Μακεδὼν τοιαῦτά τινα περὶ τῆσ τελευτῆσ τοῦ ἀνδρὸσ εἴρηκε. (Plutarch, , chapter 26 1:2)
Synonyms
-
strong
- καρτερόθυμος (stout-hearted, strong, mighty)
- ἄλκιμος (strong, stout)
- βριαρός (strong, stout)
- ἐγκρατής (stout, strong)
- εὔρωστος (stout, strong)
- ἀλκαῖος (strong, mighty)
- σθεναρός (strong, mighty)
- ῥωμαλέος (mighty, strong)
- κρατύς (strong, mighty)
- ἰσχυρός (strong, mighty)
- δυνατός (strong, mighty)
- βαρύς (strong, mighty)
- ὑπερμενής (exceeding mighty, exceeding strong)
- κραταιός (strong, mighty, resistless)
- ὄβριμος (strong, mighty, mightily)
- ζαμενής (very strong, mighty, raging)
-
strong
- σθεναρός (strong, mighty)
- ῥωμαλέος (mighty, strong)
- κρατύς (strong, mighty)
- ἰσχυρός (strong, mighty)
- δυνατός (strong, mighty)
- βαρύς (strong, mighty)
- ἀλκαῖος (strong, mighty)
- ὑπερμενής (exceeding mighty, exceeding strong)
- κραταιός (strong, mighty, resistless)
- ὄβριμος (strong, mighty, mightily)
- ζαμενής (very strong, mighty, raging)
- καρτερόθυμος (stout-hearted, strong, mighty)
- ἀνάλγητος (cruel)
-
strong
- στρηνής (strong, hard, rough)
- νεανικός (vehement, mighty)
- βαρύς (strong, mighty)
- δυνατός (strong, mighty)
- ἰσχυρός (strong, mighty)
- κρατύς (strong, mighty)
- ῥωμαλέος (mighty, strong)
- σθεναρός (strong, mighty)
- ἀλκαῖος (strong, mighty)