- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

δυναμικός?

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration: dynamikos

Principal Part: δυναμικός δυναμική δυναμικόν

Structure: δυναμικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. able, powerful

Examples

  • δυναμικώτατος γάρ ἐστι καὶ μένων ἐν ταῖς ἕξεσι τῶν πινόντων πλεῖστον χρόνον. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 47 2:4)
  • ἡδέως ἂν οὖν πυθοίμην τῶν Στωικῶν, εἰ τὰ Μεγαρικὰ ἐρωτήματα δυναμικώτερα νομίζουσιν εἶναι τῶν ὑπὸ Χρυσίππου κατὰ τῆς συνηθείας ἐν ἓξ βιβλίοις γεγραμμένων ἢ τοῦτο παρ αὐτοῦ Χρυσίππου δεῖ πυνθάνεσθαι. (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 10 14:1)
  • οὕτως γὰρ ἂν τὸν ἀγῶνα συνέβη γενέσθαι τὸν ὅλον ἐν τοῖς ἐπιπέδοις καὶ πεδινοῖς τόποις, οὗ τοὺς μὲν Αἰτωλοὺς δυσχρηστοτάτους εἶναι συνέβαινε διά τε τὸν καθοπλισμὸν καὶ τὴν ὅλην σύνταξιν, τοὺς δ Ἀχαιοὺς εὐχρηστοτάτους καὶ δυναμικωτάτους διὰ τἀναντία τῶν προειρημένων. (Polybius, Histories, book 4, chapter 11 8:1)
  • τὸ δὲ συνέχον παρὰ Γαλάταις, ἀνδρώδης ἦν καὶ δυναμικὸς πρὸς τὰς πολεμικὰς χρείας. (Polybius, Histories, book 22, chapter 21 4:1)
  • ἐγένετο δὲ καὶ δυναμικώτατος τῶν καθ αὑτὸν κατὰ τὴν σωματικὴν ἕξιν, ὅς, ὅτε μὲν στῆναι δέοι, στὰς ἐν τοῖς αὐτοῖς ἴχνεσι δι ἡμέρας ἔμενε, καθεζόμενος δὲ πάλιν οὐκ ἠγείρετο. (Polybius, Histories, book 36, b. olymp. 157, 4. i. bellum punicum tertium 3:1)

Synonyms

  1. able

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION