헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δυνατός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δυνατός δυνατή δυνατόν

형태분석: δυνατ (어간) + ος (어미)

어원: du/namai

  1. 힘 있는, 강력한
  2. (부정사와 함께) 할 수 있는
  3. 영향력있는, 유력한
  4. 만들 수 있는
  1. strong, mighty
  2. (with infinitive) to be able to do
  3. (of outward power) powerful, influential
  4. able to produce

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 δυνατός

힘 있는 (이)가

δυνατή

힘 있는 (이)가

δυνατόν

힘 있는 (것)가

속격 δυνατοῦ

힘 있는 (이)의

δυνατῆς

힘 있는 (이)의

δυνατοῦ

힘 있는 (것)의

여격 δυνατῷ

힘 있는 (이)에게

δυνατῇ

힘 있는 (이)에게

δυνατῷ

힘 있는 (것)에게

대격 δυνατόν

힘 있는 (이)를

δυνατήν

힘 있는 (이)를

δυνατόν

힘 있는 (것)를

호격 δυνατέ

힘 있는 (이)야

δυνατή

힘 있는 (이)야

δυνατόν

힘 있는 (것)야

쌍수주/대/호 δυνατώ

힘 있는 (이)들이

δυνατᾱ́

힘 있는 (이)들이

δυνατώ

힘 있는 (것)들이

속/여 δυνατοῖν

힘 있는 (이)들의

δυναταῖν

힘 있는 (이)들의

δυνατοῖν

힘 있는 (것)들의

복수주격 δυνατοί

힘 있는 (이)들이

δυναταί

힘 있는 (이)들이

δυνατά

힘 있는 (것)들이

속격 δυνατῶν

힘 있는 (이)들의

δυνατῶν

힘 있는 (이)들의

δυνατῶν

힘 있는 (것)들의

여격 δυνατοῖς

힘 있는 (이)들에게

δυναταῖς

힘 있는 (이)들에게

δυνατοῖς

힘 있는 (것)들에게

대격 δυνατούς

힘 있는 (이)들을

δυνατᾱ́ς

힘 있는 (이)들을

δυνατά

힘 있는 (것)들을

호격 δυνατοί

힘 있는 (이)들아

δυναταί

힘 있는 (이)들아

δυνατά

힘 있는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ γὰρ τοῦ εἰκότοσ ἄριστοσ ὁ ἀνὴρ εἰκαστὴσ καὶ τοῦ παραδείγματοσ, πῇ τε ὅμοιον εἶναι πέφυκε καὶ πῇ διαφέρον, ἀκριβέστατοσ κριτὴσ τά τε σημεῖα διελεῖν τὰ παρεπόμενα τοῖσ πράγμασι καὶ εἰσ τεκμηρίων δόξαν ἀγαγεῖν δυνατώτατοσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 193)

    (디오니시오스, chapter 193)

  • χειμῶνοσ δὲ ὄντοσ ἤδη τῆσ γῆσ ἐχόμενοσ ταῖσ ναυσὶ καὶ παρὰ τὴν Λιβύην εἰσ χωρίον ἔρημον κομισθείσ, ὃ καλοῦσι Μενελάου λιμένα, θνήσκει, βιώσασ μὲν ὀγδοήκοντα καὶ τέσσαρα ἔτη, βασιλεύσασ δὲ τῆσ Σπάρτησ ἑνὶ τῶν τεσσαράκοντα πλέον, καὶ τούτων ὑπὲρ τριάκοντα πάντων μέγιστοσ καὶ δυνατώτατοσ γενόμενοσ καὶ σχεδὸν ὅλησ τῆσ Ἑλλάδοσ ἡγεμὼν καὶ βασιλεὺσ νομισθεὶσ ἄχρι τῆσ ἐν Λεύκτροισ μάχησ. (Plutarch, Agesilaus, chapter 40 2:1)

    (플루타르코스, Agesilaus, chapter 40 2:1)

  • καὶ ὅτι μὲν δυνατὸσ ἦν εἰπεῖν, οἵ τε κωμικοὶ μαρτυροῦσι καὶ τῶν ῥητόρων ὁ δυνατώτατοσ ἐν τῷ κατὰ Μειδίου, λέγων τὸν Ἀλκιβιάδην καὶ δεινότατον εἰπεῖν γενέσθαι πρὸσ τοῖσ ἄλλοισ. (Plutarch, , chapter 10 2:2)

    (플루타르코스, , chapter 10 2:2)

  • "ἀφθονίασ δὲ παραδειγμάτων οὔσησ πρὸσ γ’ ὑμᾶσ τοὺσ ὁμοχόρουσ τοῦ θεοῦ καὶ θιασώτασ, ὅμωσ τὸ περὶ Κάμμαν οὐκ ἄξιόν ἐστι τὴν Γαλατικὴν παρελθεῖν, ταύτησ γὰρ ἐκπρεπεστάτησ τὴν ὄψιν γενομένησ, Σινάτῳ δὲ τῷ τετράρχῃ γαμηθείσησ, Σινάτῳ ἐρασθεὶσ δυνατώτατοσ Γαλατῶν ἀπέκτεινε τὸν Σινάτον, ὡσ οὔτε βιάσασθαι δυνάμενοσ οὔτε πεῖσαι τὴν ἄνθρωπον, ἐκείνου ζῶντοσ. (Plutarch, Amatorius, section 22 1:1)

    (플루타르코스, Amatorius, section 22 1:1)

  • τῶν δὲ Νείλεω παίδων ὁ δυνατώτατοσ ὄνομα Φρύγιοσ τῆσ Πιερίασ ἐρασθεὶσ ἐνενόει τί ἂν αὐτῇ μάλιστα γένοιτο παρ’ αὐτοῦ κεχαρισμένον. (Plutarch, Mulierum virtutes, 1:1)

    (플루타르코스, Mulierum virtutes, 1:1)

유의어

  1. 힘 있는

  2. 할 수 있는

  3. 만들 수 있는

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION