고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: διαλυτικός διαλυτική διαλυτικόν
Structure: διαλυτικ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | διαλυτικός | διαλυτική | διαλυτικόν |
| Genitive | διαλυτικοῦ | διαλυτικῆς | διαλυτικοῦ | |
| Dative | διαλυτικῷ | διαλυτικῇ | διαλυτικῷ | |
| Accusative | διαλυτικόν | διαλυτικήν | διαλυτικόν | |
| Vocative | διαλυτικέ | διαλυτική | διαλυτικόν | |
| Dual | N/A/V | διαλυτικώ | διαλυτικᾱ́ | διαλυτικώ |
| G/D | διαλυτικοῖν | διαλυτικαῖν | διαλυτικοῖν | |
| Plural | Nominative | διαλυτικοί | διαλυτικαί | διαλυτικά |
| Genitive | διαλυτικῶν | διαλυτικῶν | διαλυτικῶν | |
| Dative | διαλυτικοῖς | διαλυτικαῖς | διαλυτικοῖς | |
| Accusative | διαλυτικούς | διαλυτικᾱ́ς | διαλυτικά | |
| Vocative | διαλυτικοί | διαλυτικαί | διαλυτικά | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | διαλυτικός διαλυτικοῦ | διαλυτικότερος διαλυτικοτεροῦ | διαλυτικότατος διαλυτικοτατοῦ |
| Adverb | διαλυτικώς | διαλυτικότερον | διαλυτικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Ancient Greek entries from Wiktionary
Find this word at Wiktionary고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기