Ancient Greek-English Dictionary Language

διαλυτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαλυτικός διαλυτική διαλυτικόν

Structure: διαλυτικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. able to sever
  2. destructive

Examples

  • ἀτμῶν γὰρ τάδε καὶ θέρμησ διαπνευστικὰ, καὶ παχέων χυμῶν διαλυτικὰ, ἃ τῆσ παραφορῆσ ξυναίτια. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 44)
  • γένεϊ μὲν ὦν θερμὴ καὶ ὑγρὴ, ἠδὲ λείη καὶ ὁμαλὴ, σμηγματώδησ, διαλυτικὴ, λῦσαι, λεπτῦναι φλέγμα δυναμένη. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 357)
  • Χρὴ δὲ καὶ τὰ σιτία ἴκελα ἔμμεναι, δριμέα, λεπτὰ, διαλυτικὰ παχέοσ, σμηγματώδεα· λαχάνων, πράσον, ἢ κορωνόπουσ, ἢ κνίδη, ἢ κράμβη ἐν ὄξεϊ ἑψηθεῖσα. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 18)
  • μέχρι φύσεωσ τῶν περὶ τὸ στόμα συνόδων, ταύτῃ τῇ δυνάμει γλυκύτητα παρεχόμενον, μέλι τὸ κατὰ πάντων μάλιστα πρόσρημα ἔσχεν, τὸ δὲ τῆσ σαρκὸσ διαλυτικὸν τῷ κάειν, ἀφρῶδεσ γένοσ, ἐκ πάντων ἀφορισθὲν τῶν χυμῶν, ὀπὸσ ἐπωνομάσθη. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 275:1)
  • τὸ δέ γε τῶν συνεστώτων καὶ συμπεπιλημένων διαλυτική. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 145:4)

Synonyms

  1. able to sever

  2. destructive

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION