고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἀνασκευαστικός ἀνασκευαστική ἀνασκευαστικόν
Structure: ἀνασκευαστικ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | ἀνασκευαστικός | ἀνασκευαστική | ἀνασκευαστικόν |
| Genitive | ἀνασκευαστικοῦ | ἀνασκευαστικῆς | ἀνασκευαστικοῦ | |
| Dative | ἀνασκευαστικῷ | ἀνασκευαστικῇ | ἀνασκευαστικῷ | |
| Accusative | ἀνασκευαστικόν | ἀνασκευαστικήν | ἀνασκευαστικόν | |
| Vocative | ἀνασκευαστικέ | ἀνασκευαστική | ἀνασκευαστικόν | |
| Dual | N/A/V | ἀνασκευαστικώ | ἀνασκευαστικᾱ́ | ἀνασκευαστικώ |
| G/D | ἀνασκευαστικοῖν | ἀνασκευαστικαῖν | ἀνασκευαστικοῖν | |
| Plural | Nominative | ἀνασκευαστικοί | ἀνασκευαστικαί | ἀνασκευαστικά |
| Genitive | ἀνασκευαστικῶν | ἀνασκευαστικῶν | ἀνασκευαστικῶν | |
| Dative | ἀνασκευαστικοῖς | ἀνασκευαστικαῖς | ἀνασκευαστικοῖς | |
| Accusative | ἀνασκευαστικούς | ἀνασκευαστικᾱ́ς | ἀνασκευαστικά | |
| Vocative | ἀνασκευαστικοί | ἀνασκευαστικαί | ἀνασκευαστικά | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | ἀνασκευαστικός ἀνασκευαστικοῦ | ἀνασκευαστικότερος ἀνασκευαστικοτεροῦ | ἀνασκευαστικότατος ἀνασκευαστικοτατοῦ |
| Adverb | ἀνασκευαστικώς | ἀνασκευαστικότερον | ἀνασκευαστικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Ancient Greek entries from Wiktionary
Find this word at Wiktionary고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기