καρτερός
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
καρτερός
καρτερή
καρτερόν
Structure:
καρτερ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- strong, staunch, stout, sturdy;, strong, the strongest
- possessed of, lord or master of
- steadfast, patient, obstinate
- strong, mighty, potent, of might, strongly contested, desperate, the extremity of, by force
- strong
- strongly, soundly
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- γενομένησ δὲ καρτερᾶσ μάχησ, ἐφάνησαν τοῖσ ὑπεναντίοισ ἐξ οὐρανοῦ ἐφ̓ ἵππων χρυσοχαλίνων ἄνδρεσ πέντε διαπρεπεῖσ, καὶ ἀφηγούμενοι τῶν Ἰουδαίων, (Septuagint, Liber Maccabees II 10:29)
- γενομένησ δὲ καρτερᾶσ μάχησ καὶ τῶν περὶ τὸν Ἰούδαν διὰ τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ βοήθειαν εὐημερησάντων, ἐλαττωθέντεσ οἱ νομάδεσ Ἄραβεσ ἠξίουν δοῦναι τὸν Ἰούδαν δεξιὰν αὐτοῖσ, ὑπισχνούμενοι καὶ βοσκήματα δώσειν καὶ ἐν τοῖσ λοιποῖσ ὠφελήσειν αὐτούσ. (Septuagint, Liber Maccabees II 12:11)
- Δοσίθεοσ δέ τισ τῶν τοῦ Βακήνοροσ, ἔφιπποσ ἀνὴρ καὶ καρτερόσ, εἴχετο τοῦ Γοργίου καὶ λαβόμενοσ τῆσ χλαμύδοσ ἦγεν αὐτὸν εὐρώστωσ καὶ βουλόμενοσ τὸν κατάρατον λαβεῖν ζωγρίαν, τῶν ἱππέων Θρακῶν τινοσ ἐπενεχθέντοσ αὐτῷ καὶ τὸν ὦμον καθελόντοσ διέφυγεν ὁ Γοργίασ εἰσ Μαρισά. (Septuagint, Liber Maccabees II 12:35)
- γενομένησ δὲ καρτερᾶσ μάχησ καὶ τῶν πραγμάτων μᾶλλον ἐρρωμένων τῷ Ἀντιόχῳ, ἱκανῶσ ἡ Ἀρσινόη ἐπιπορευσαμένη τὰσ δυνάμεισ παρεκάλει, μετὰ οἴκτου καὶ δακρύων τοὺσ πλοκάμουσ λελυμένη, βοηθεῖν ἑαυτοῖσ τε καὶ τοῖσ τέκνοισ καὶ γυναιξὶ θαρραλέωσ, ἐπαγγελλομένη δώσειν νικήσασιν ἑκάστῳ δύο μνᾶσ χρυσίου. (Septuagint, Liber Maccabees III 1:4)
- ὅθεν τῶν ὑπασπιστῶν ἐπὶ τῇ τοῦ βασιλέωσ ἐπιθυμία σχετλιαζόντων, δύο νεανίσκοι στρατιῶται καρτεροὶ καταιδεσθέντεσ τὴν τοῦ βασιλέωσ ἐπιθυμίαν, τὰσ παντευχίασ καθωπλίσαντο καὶ κάλπην λαβόντεσ ὑπερέβησαν τοὺσ τῶν πολεμίων χάρακασ, (Septuagint, Liber Maccabees IV 3:12)
- εὐθὺσ οὖν σοι πρόσεισι καρτερόσ τισ ἀνήρ, ὑπόσκληροσ, ἀνδρώδησ τὸ βάδισμα, πολὺν τὸν ἥλιον ἐπὶ τῷ σώματι δεικνύων, ἀρρενωπὸσ τὸ βλέμμα, ἐγρηγορώσ, τῆσ τραχείασ ὁδοῦ ἐκείνησ ἡγεμών, λήρουσ τινὰσ ὁ μάταιοσ διεξιὼν πρὸσ σέ. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 9:1)
- ἔστιν τισ Ἀγάθων ‐ μῶν ὁ μέλασ ὁ καρτερόσ; (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Prologue 1:35)
- χρὴ ὡσ ἢν μὴ λάβῃ παρ’ ἐμοῦ τὸν σκύφον, οὔποτε τοιοῦτοσ ἂν υἱὸσ αὐτῇ γένοιτο οἱο͂σ ἐγώ, ἄτρεπτοσ μὲν ἀλκήν, ἐλεύθεροσ δὲ τὴν γνώμην, τὸ σῶμα δὲ οὕτω καρτερόσ· (Lucian, Symposium, (no name) 16:4)
- τὰ δ̓ ἄλλα φαιδρόσ τε ἦν καὶ καρτερὸσ καὶ βασιλικῶσ ἐνεσκεύαστο. (Lucian, Saturnalia, 1:6)
Synonyms
-
strong
-
possessed of
- δεσπόσυνος (of or belonging to the master or lord, arbitrary)
-
steadfast
- τλητός (suffering, enduring, patient)
-
strong
- ἐπαλκής (strong)
- ὀβριμόθυμος (strong-minded)
- ῥωμαλέος (strong of body)
- μεγαλοσθενής (exceeding strong)
- ὑπερίσχυρος (exceeding strong)
- περισθενής (exceeding strong)
- ὑπεραλκής (exceeding strong)
- κρατεραύχην (strong-necked)
- πλατύς (broad, strong)
- ὀχυρός ( strong, secure)
- στάδιος (firm, strong)
- ῥωμαλέος (mighty, strong)
- σθεναρός (strong, mighty)
- κρατύς (strong, mighty)
- ἀλκαῖος (strong, mighty)
- ἰσχυρός (strong, mighty)
- δυνατός (strong, mighty)
- βαρύς (strong, mighty)
- στερρόγυιος (with strong limbs)
- θρασύγυιος (strong of limb)
- ἄλκιμος (strong, stout)
- βριαρός (strong, stout)
- ἐγκρατής (stout, strong)
- εὔρωστος (stout, strong)
- ἀμαιμάκετος (strong, stubborn)
- κραταιγύαλος (with strong plates)
-
strongly