Ancient Greek-English Dictionary Language

περισθενής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: περισθενής περισθενές

Structure: περισθενη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: sqe/nos

Sense

  1. exceeding strong

Examples

  • ἦσαν δὲ οἱ μὲν παῖδεσ Εὐρύλοχοσ Φάντησ Περισθένησ Ἕρμοσ Δρύασ Ποταμὼν Κισσεὺσ Λίξοσ Ἴμβροσ Βρομίοσ Πολύκτωρ Χθονίοσ, αἱ δὲ κόραι Αὐτονόη Θεανὼ Ἠλέκτρα Κλεοπάτρα Εὐρυδίκη Γλαυκίππη Ἀνθήλεια Κλεοδώρη Εὐίππη Ἐρατὼ Στύγνη Βρύκη. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 1 5:12)

Synonyms

  1. exceeding strong

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION