고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἐξεργαστικός ἐξεργαστική ἐξεργαστικόν
Structure: ἐξεργαστικ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | ἐξεργαστικός | ἐξεργαστική | ἐξεργαστικόν |
| Genitive | ἐξεργαστικοῦ | ἐξεργαστικῆς | ἐξεργαστικοῦ | |
| Dative | ἐξεργαστικῷ | ἐξεργαστικῇ | ἐξεργαστικῷ | |
| Accusative | ἐξεργαστικόν | ἐξεργαστικήν | ἐξεργαστικόν | |
| Vocative | ἐξεργαστικέ | ἐξεργαστική | ἐξεργαστικόν | |
| Dual | N/A/V | ἐξεργαστικώ | ἐξεργαστικᾱ́ | ἐξεργαστικώ |
| G/D | ἐξεργαστικοῖν | ἐξεργαστικαῖν | ἐξεργαστικοῖν | |
| Plural | Nominative | ἐξεργαστικοί | ἐξεργαστικαί | ἐξεργαστικά |
| Genitive | ἐξεργαστικῶν | ἐξεργαστικῶν | ἐξεργαστικῶν | |
| Dative | ἐξεργαστικοῖς | ἐξεργαστικαῖς | ἐξεργαστικοῖς | |
| Accusative | ἐξεργαστικούς | ἐξεργαστικᾱ́ς | ἐξεργαστικά | |
| Vocative | ἐξεργαστικοί | ἐξεργαστικαί | ἐξεργαστικά | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | ἐξεργαστικός ἐξεργαστικοῦ | ἐξεργαστικότερος ἐξεργαστικοτεροῦ | ἐξεργαστικότατος ἐξεργαστικοτατοῦ |
| Adverb | ἐξεργαστικώς | ἐξεργαστικότερον | ἐξεργαστικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기