- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

λεκτικός?

First/Second declension Adjective; Transliteration: lektikos

Principal Part: λεκτικός λεκτική λεκτικόν

Structure: λεκτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: λέγω3

Sense

  1. good at speaking, able to speak
  2. related to expression, stylistic

Examples

  • ἐν γὰρ τούτοις τὸ μὲν πραγματικὸν οὐδαμῇ μέμφομαι τοῦ ἀνδρός, τοῦ δὲ λεκτικοῦ μορίου τὸ περὶ τὴν τροπικήν τε καὶ διθυραμβικὴν φράσιν ἐκπῖπτον, ἐν οἷς οὐ κρατεῖ τοῦ μετρίου, ἐπιτιμῶ τε οὐχ ὡς τῶν τυχόντων τῳ ἀλλ ὡς ἀνδρὶ μεγάλῳ καὶ ἐγγὺς τῆς θείας ἐληλυθότι φύσεως, ὅτι τὸν ὄγκον τῆς ποιητικῆς κατασκευῆς εἰς λόγους ἤγαγε φιλοσόφους ζηλώσας τοὺς περὶ Γοργίαν, ὥσ2τε καὶ διθυράμβοις τινὰ ποιεῖν ἐοικότα, καὶ μηδὲ ἀποκρύπτεσθαι τοῦτο τὸ ἁμάρτημα ἀλλ ὁμολογεῖν. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 2 10:1)
  • κατὰ δὲ τὸν λεκτικὸν τὰ μὲν ἥττων, τὰ δὲ κρείττων, τὰ δ ἴσος. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 3 15:6)
  • Ξενοφῶν μὲν γὰρ Ἡροδότου ζηλωτὴς ἐγένετο κατ ἀμφοτέρους τοὺς χαρακτῆρας, τόν τε πραγματικὸν καὶ τὸν λεκτικόν. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 4 1:2)
  • ὁ δὲ λεκτικὸς πῇ μὲν ὅμοιος Ἡροδότου, πῇ δὲ ἐνδεέστερος. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 4 3:1)
  • ὁ δὲ λεκτικὸς Ἰσοκράτει μάλιστα ἐοίκε: (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 6 9:1)

Synonyms

  1. good at speaking

Related

명사

형용사

동사

부사

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION