고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἐπιδεικτικός ἐπιδεικτική ἐπιδεικτικόν
Structure: ἐπιδεικτικ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | ἐπιδεικτικός | ἐπιδεικτική | ἐπιδεικτικόν |
| Genitive | ἐπιδεικτικοῦ | ἐπιδεικτικῆς | ἐπιδεικτικοῦ | |
| Dative | ἐπιδεικτικῷ | ἐπιδεικτικῇ | ἐπιδεικτικῷ | |
| Accusative | ἐπιδεικτικόν | ἐπιδεικτικήν | ἐπιδεικτικόν | |
| Vocative | ἐπιδεικτικέ | ἐπιδεικτική | ἐπιδεικτικόν | |
| Dual | N/A/V | ἐπιδεικτικώ | ἐπιδεικτικᾱ́ | ἐπιδεικτικώ |
| G/D | ἐπιδεικτικοῖν | ἐπιδεικτικαῖν | ἐπιδεικτικοῖν | |
| Plural | Nominative | ἐπιδεικτικοί | ἐπιδεικτικαί | ἐπιδεικτικά |
| Genitive | ἐπιδεικτικῶν | ἐπιδεικτικῶν | ἐπιδεικτικῶν | |
| Dative | ἐπιδεικτικοῖς | ἐπιδεικτικαῖς | ἐπιδεικτικοῖς | |
| Accusative | ἐπιδεικτικούς | ἐπιδεικτικᾱ́ς | ἐπιδεικτικά | |
| Vocative | ἐπιδεικτικοί | ἐπιδεικτικαί | ἐπιδεικτικά | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | ἐπιδεικτικός ἐπιδεικτικοῦ | ἐπιδεικτικότερος ἐπιδεικτικοτεροῦ | ἐπιδεικτικότατος ἐπιδεικτικοτατοῦ |
| Adverb | ἐπιδεικτικώς | ἐπιδεικτικότερον | ἐπιδεικτικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기