Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀκατάληπτος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀκατάληπτος ἀκατάληπτος ἀκατάληπτον

Structure: ἀ (Prefix) + καταληπτ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. Not to be seized or conquered
  2. incomprehensible

Examples

  • ἂν δὲ κοινῶσ ἀκαταλήπτοισ, δοξάζοντασ; (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 47 19:3)
  • τοῦ προπίπτειν καὶ ἁμαρτάνειν ἀκαταλήπτοισ συγκατατιθεμένουσ. (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 47 27:1)
  • οἱο͂ν εἰ ἐπὶ τοῦ συγκαταθετικοῦ τόπου παρισταμένων φαντασιῶν τῶν μὲν καταληπτικῶν, τῶν δ’ ἀκαταλήπτων μὴ ταύτασ διακρίνειν θέλοιμεν, ἀλλ’ ἀναγιγνώσκειν τὰ Περὶ καταλήψεωσ. (Epictetus, Works, book 4, 13:1)
  • ἐφεκτικοὶ δὲ ὅσοι ἐπέχουσι περὶ αὐτῶν ὡσ ἀκαταλήπτων. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , PROOIMION 16:3)
  • κατά τινασ δὲ μόνα δύο συνέγραψε, Περὶ τροπῆσ καὶ Ἰσημερίασ, τὰ ἄλλ’ ἀκατάληπτα εἶναι δοκιμάσασ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. a'. QALHS 2:6)

Synonyms

  1. incomprehensible

Related

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION