παρασκευάζω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παρασκευάζω
παρεσκευασα
Structure:
παρα
(Prefix)
+
σκευάζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I prepare, make ready
- I procure
- I make
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- σοῦ οἱ πόδεσ τρέχουσι καὶ ἐκλύουσί σε. πῶσ παρασκευάσῃ ἐφ’ ἵπποισ καὶ ἐν γῇ εἰρήνησ σὺ πέποιθασ̣ πῶσ ποιήσεισ ἐν φρυάγματι τοῦ Ἰορδάνου̣ (Septuagint, Liber Ieremiae 12:5)
- σὺ δὲ μήτε πείθεσθαι μήτε προσέχειν αὐτῷ, μή σε ἐκτραχηλίσῃ που παραλαβὼν ἢ τὸ τελευταῖον προγηρᾶσαι τοῖσ πόνοισ παρασκευάσῃ. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 10:2)
- "ἔπειτα ἑκάστῳ παρατίθεται ἄρτοσ καθαρὸσ εἰσ πλάτοσ πεποιημένοσ, ἐφ’ ᾧ ἐπίκειται ἄρτοσ ἕτεροσ, ὃν κριβανίτην καλοῦσι, καὶ κρέασ ὑειόν καὶ λεκάριον πτισάνησ ἢ λαχάνου τοῦ κατὰ καιρὸν γινομένου ᾠά τε δύο καὶ τυροῦ τροφαλὶσ σῦκά τε ξηρὰ καὶ πλακοῦσ καὶ στέφανοσ, καὶ ὃσ ἂν ἔξω τι τούτων ἱεροποιὸσ παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῦται, ἀλλὰ μὴν οὐδὲ τοῖσ σιτουμένοισ ἐν πρυτανείῳ ἔξωθεν προσεισφέρειν τι βρώσιμον ἔξεστι, μόνα δὲ ταῦτα καταναλίσκουσι, τὰ ὑπολειπόμενα τοῖσ οἰκέταισ μεταδιδόντεσ, ταῖσ δ’ ἄλλαισ ἡμέραισ πάσαισ τοῦ ἐνιαυτοῦ ἔξεστι τῶν σιτουμένων τῷ βουλομένῳ ἀνελθόντι εἰσ τὸ πρυτανεῖον δειπνεῖν, οἴκοθεν παρασκευάσαντα αὑτῷ λάχανόν τι ἢ τῶν ὀσπρίων καὶ τάριχοσ ἢ ἰχθύν, κρέωσ δὲ χοιρείου βραχύτατον, καὶ τούτων μεταλαμβάνων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 325)
- ἐκ γὰρ τῶν εἰρημένων τὰ ἀντικείμενά ἐστι δῆλα, ὥστ’ ἐὰν τούσ τε κριτὰσ τοιούτουσ παρασκευάσῃ ὁ λόγοσ, καὶ τοὺσ ἀξιοῦντασ ἐλεεῖσθαι, καὶ ἐφ’ οἷσ ἐλεεῖσθαι, δείξῃ ἀναξίουσ ὄντασ τυγχάνειν ἀξίουσ δὲ μὴ τυγχάνειν, ἀδύνατον ἐλεεῖν. (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 9 16:2)
- ὥστε ἔξεστιν εἰπεῖν ἰδίᾳ μὲν ἄλλουσ ἄλλοισ εἶναι τροφέασ, οὓσ ἂν ἡ τύχη καὶ ὁ συμπίπτων χρόνοσ ἑκάστοισ παρασκευάσῃ, κοινοὺσ δὲ ἁπάντων τροφέασ ὑμᾶσ εἶναι καὶ μόνουσ καὶ πρό γε αὐτῶν ἔτι τῶν τροφέων, ὥσπερ οὓσ πατέρασ πατέρων καλοῦσιν οἱ ποιηταί· (Aristides, Aelius, Orationes, 1:4)
Synonyms
-
I prepare
- μηχανάομαι (to prepare, make ready)
- τιτύσκομαι (to make, make ready, prepare)
- ἀρτέομαι (to be prepared, get ready, make ready)
- ἀναρτέομαι (to be ready, prepared)
- ἑτοιμάζω (I prepare myself, make myself ready)
- σκευάζω (to prepare, make ready, to prepare or dress)
- ὁπλέω (to make ready)
- εὐτυκάζομαι (to make ready)
- ἑτοιμάζω (I get ready, prepare)
- ἐνσκευάζω (to get ready, prepare)
- ἀρτίζω (to get ready, prepare)
- στέλλω (I make ready, prepare; I furnish, dress)
- ἀρτύω (to arrange, devise, prepare)
- ὁπλίζω (to make or get ready, prepare oneself, to cause)
- πορσύνω (to make ready, prepare, provide)
- προοδοποιέω (to prepare beforehand, to be prepared before, prepared)
- ἀνέχω (to hold up, make ready, go on)
- πένομαι (to work at, prepare, get ready)
- ἐξευτρεπίζω (to make quite ready)
-
I procure
-
I make
Derived
- ἀνασκευάζω (to pack up the baggage, to break up one's camp, march away)
- ἀποσκευάζω (to pull off, to pack up and carry off, to make away with)
- διασκευάζω (to get quite ready, equip, dressed)
- ἐκσκευάζω (to disfurnish of tools and implements)
- ἐνσκευάζω (to get ready, prepare, to dress in)
- ἐπισκευάζω (to get ready, to equip, fit out)
- κατασκευάζω (equip, furnish with, construct)
- μετασκευάζω (to put into another dress, to change the fashion of, transform)
- προκατασκευάζω (to prepare beforehand)
- προπαρασκευάζω (to prepare beforehand, to prepare for oneself)
- προσκατασκευάζω (to furnish besides)
- προσπαρασκευάζω (to prepare besides, to prepare for oneself besides)
- σκευάζω (to prepare, make ready, to prepare or dress)
- συγκατασκευάζω (to help in establishing or framing, to join in promoting)
- συσκευάζω (to make ready by putting together, to pack up, to help in preparing)