- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκατασκευάζω?

Non-contract Verb; Transliteration: synkataskeuazō

Principal Part: συγκατασκευάζω συγκατασκευάσω

Structure: συγ (Prefix) + κατα (Prefix) + σκευάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to help in establishing or framing, to join in promoting

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατασκευάζω συγκατασκευάζεις συγκατασκευάζει
Dual συγκατασκευάζετον συγκατασκευάζετον
Plural συγκατασκευάζομεν συγκατασκευάζετε συγκατασκευάζουσι(ν)
SubjunctiveSingular συγκατασκευάζω συγκατασκευάζῃς συγκατασκευάζῃ
Dual συγκατασκευάζητον συγκατασκευάζητον
Plural συγκατασκευάζωμεν συγκατασκευάζητε συγκατασκευάζωσι(ν)
OptativeSingular συγκατασκευάζοιμι συγκατασκευάζοις συγκατασκευάζοι
Dual συγκατασκευάζοιτον συγκατασκευαζοίτην
Plural συγκατασκευάζοιμεν συγκατασκευάζοιτε συγκατασκευάζοιεν
ImperativeSingular συγκατασκεύαζε συγκατασκευαζέτω
Dual συγκατασκευάζετον συγκατασκευαζέτων
Plural συγκατασκευάζετε συγκατασκευαζόντων, συγκατασκευαζέτωσαν
Infinitive συγκατασκευάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατασκευαζων συγκατασκευαζοντος συγκατασκευαζουσα συγκατασκευαζουσης συγκατασκευαζον συγκατασκευαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατασκευάζομαι συγκατασκευάζει, συγκατασκευάζῃ συγκατασκευάζεται
Dual συγκατασκευάζεσθον συγκατασκευάζεσθον
Plural συγκατασκευαζόμεθα συγκατασκευάζεσθε συγκατασκευάζονται
SubjunctiveSingular συγκατασκευάζωμαι συγκατασκευάζῃ συγκατασκευάζηται
Dual συγκατασκευάζησθον συγκατασκευάζησθον
Plural συγκατασκευαζώμεθα συγκατασκευάζησθε συγκατασκευάζωνται
OptativeSingular συγκατασκευαζοίμην συγκατασκευάζοιο συγκατασκευάζοιτο
Dual συγκατασκευάζοισθον συγκατασκευαζοίσθην
Plural συγκατασκευαζοίμεθα συγκατασκευάζοισθε συγκατασκευάζοιντο
ImperativeSingular συγκατασκευάζου συγκατασκευαζέσθω
Dual συγκατασκευάζεσθον συγκατασκευαζέσθων
Plural συγκατασκευάζεσθε συγκατασκευαζέσθων, συγκατασκευαζέσθωσαν
Infinitive συγκατασκευάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατασκευαζομενος συγκατασκευαζομενου συγκατασκευαζομενη συγκατασκευαζομενης συγκατασκευαζομενον συγκατασκευαζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατασκευάσω συγκατασκευάσεις συγκατασκευάσει
Dual συγκατασκευάσετον συγκατασκευάσετον
Plural συγκατασκευάσομεν συγκατασκευάσετε συγκατασκευάσουσι(ν)
OptativeSingular συγκατασκευάσοιμι συγκατασκευάσοις συγκατασκευάσοι
Dual συγκατασκευάσοιτον συγκατασκευασοίτην
Plural συγκατασκευάσοιμεν συγκατασκευάσοιτε συγκατασκευάσοιεν
Infinitive συγκατασκευάσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατασκευασων συγκατασκευασοντος συγκατασκευασουσα συγκατασκευασουσης συγκατασκευασον συγκατασκευασοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατασκευάσομαι συγκατασκευάσει, συγκατασκευάσῃ συγκατασκευάσεται
Dual συγκατασκευάσεσθον συγκατασκευάσεσθον
Plural συγκατασκευασόμεθα συγκατασκευάσεσθε συγκατασκευάσονται
OptativeSingular συγκατασκευασοίμην συγκατασκευάσοιο συγκατασκευάσοιτο
Dual συγκατασκευάσοισθον συγκατασκευασοίσθην
Plural συγκατασκευασοίμεθα συγκατασκευάσοισθε συγκατασκευάσοιντο
Infinitive συγκατασκευάσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατασκευασομενος συγκατασκευασομενου συγκατασκευασομενη συγκατασκευασομενης συγκατασκευασομενον συγκατασκευασομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἦσαν δὲ οἵ τε κατήγοροι ὑπ αὐτῶν ἐκείνων ἐκ τῶν συγκατασκευαζόντων τὴν τυραννίδα ὑποπεμπόμενοι, καὶ τὰ δικαστήρια ἐκ τῶν ἑταίρων ἀποδεικνύμενα, οἳ διημείβοντο ἀλλήλοις καταχαριζόμενοι τὰς δίκας. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 60 5:2)
  • οἱ δὲ τοσούτου δέουσι τούτων τι κωλύειν ὥστε καὶ συγκατασκευάζουσιν: (Demosthenes, Speeches 11-20, 19:3)
  • εἰ δὲ τὰ μὲν περαίνοιτο, τὰ δὲ μέλλοι, ἡ ὑπάρξασα πρόσοδος τὸ ἐπιτήδειον συγκατασκευάζοι ἄν. (Xenophon, Minor Works, , chapter 4 41:3)
  • ἕκαστον δ αὐτῶν ἐκλαμβάνων κατ ἰδίαν προετρέπετο συγκατασκευάζειν αὐτῷ τὴν δυναστείαν καὶ μεγάλαις ἐπαγγελίαις πείσας ἑτοίμους ἐποιήσατο πρὸς τὴν κοινοπραγίαν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 18, chapter 49 2:2)
  • δεδανεικόσιν, ἐφ οἷς συνέβαλον δικαίοις ποιεῖσθαι, καὶ τὰ δικαστήρια καθίζειν, καὶ τὸν ἐν τῇ πόλει μένοντα τῶν ὑπάτων κατὰ τοὺς πατρίους ἐθισμοὺς καὶ τὰς τιμωρίας, ἃς κατὰ τῶν ἐκλιπόντων οἱ περὶ αὐτῶν νόμοι δεδώκασιν, ἀναπράττεσθαι, εἴκειν δὲ τοῖς δημοτικοῖς μηδὲν ὅ τι μὴ δίκαιον μηδὲ δύναμιν αὐτοῖς συγκατασκευάζειν πονηράν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 6, chapter 24 2:1)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION