헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρασκευάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρασκευάζω παρεσκευασα

형태분석: παρα (접두사) + σκευάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: paraskeuh/

  1. 준비하다, 마련하다, 차리다
  2. 얻다, 획득하다
  3. 만들다, 하다
  1. I prepare, make ready
  2. I procure
  3. I make

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκευάζω

(나는) 준비한다

παρασκευάζεις

(너는) 준비한다

παρασκευάζει

(그는) 준비한다

쌍수 παρασκευάζετον

(너희 둘은) 준비한다

παρασκευάζετον

(그 둘은) 준비한다

복수 παρασκευάζομεν

(우리는) 준비한다

παρασκευάζετε

(너희는) 준비한다

παρασκευάζουσιν*

(그들은) 준비한다

접속법단수 παρασκευάζω

(나는) 준비하자

παρασκευάζῃς

(너는) 준비하자

παρασκευάζῃ

(그는) 준비하자

쌍수 παρασκευάζητον

(너희 둘은) 준비하자

παρασκευάζητον

(그 둘은) 준비하자

복수 παρασκευάζωμεν

(우리는) 준비하자

παρασκευάζητε

(너희는) 준비하자

παρασκευάζωσιν*

(그들은) 준비하자

기원법단수 παρασκευάζοιμι

(나는) 준비하기를 (바라다)

παρασκευάζοις

(너는) 준비하기를 (바라다)

παρασκευάζοι

(그는) 준비하기를 (바라다)

쌍수 παρασκευάζοιτον

(너희 둘은) 준비하기를 (바라다)

παρασκευαζοίτην

(그 둘은) 준비하기를 (바라다)

복수 παρασκευάζοιμεν

(우리는) 준비하기를 (바라다)

παρασκευάζοιτε

(너희는) 준비하기를 (바라다)

παρασκευάζοιεν

(그들은) 준비하기를 (바라다)

명령법단수 παρασκεύαζε

(너는) 준비해라

παρασκευαζέτω

(그는) 준비해라

쌍수 παρασκευάζετον

(너희 둘은) 준비해라

παρασκευαζέτων

(그 둘은) 준비해라

복수 παρασκευάζετε

(너희는) 준비해라

παρασκευαζόντων, παρασκευαζέτωσαν

(그들은) 준비해라

부정사 παρασκευάζειν

준비하는 것

분사 남성여성중성
παρασκευαζων

παρασκευαζοντος

παρασκευαζουσα

παρασκευαζουσης

παρασκευαζον

παρασκευαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκευάζομαι

(나는) 준비된다

παρασκευάζει, παρασκευάζῃ

(너는) 준비된다

παρασκευάζεται

(그는) 준비된다

쌍수 παρασκευάζεσθον

(너희 둘은) 준비된다

παρασκευάζεσθον

(그 둘은) 준비된다

복수 παρασκευαζόμεθα

(우리는) 준비된다

παρασκευάζεσθε

(너희는) 준비된다

παρασκευάζονται

(그들은) 준비된다

접속법단수 παρασκευάζωμαι

(나는) 준비되자

παρασκευάζῃ

(너는) 준비되자

παρασκευάζηται

(그는) 준비되자

쌍수 παρασκευάζησθον

(너희 둘은) 준비되자

παρασκευάζησθον

(그 둘은) 준비되자

복수 παρασκευαζώμεθα

(우리는) 준비되자

παρασκευάζησθε

(너희는) 준비되자

παρασκευάζωνται

(그들은) 준비되자

기원법단수 παρασκευαζοίμην

(나는) 준비되기를 (바라다)

παρασκευάζοιο

(너는) 준비되기를 (바라다)

παρασκευάζοιτο

(그는) 준비되기를 (바라다)

쌍수 παρασκευάζοισθον

(너희 둘은) 준비되기를 (바라다)

παρασκευαζοίσθην

(그 둘은) 준비되기를 (바라다)

복수 παρασκευαζοίμεθα

(우리는) 준비되기를 (바라다)

παρασκευάζοισθε

(너희는) 준비되기를 (바라다)

παρασκευάζοιντο

(그들은) 준비되기를 (바라다)

명령법단수 παρασκευάζου

(너는) 준비되어라

παρασκευαζέσθω

(그는) 준비되어라

쌍수 παρασκευάζεσθον

(너희 둘은) 준비되어라

παρασκευαζέσθων

(그 둘은) 준비되어라

복수 παρασκευάζεσθε

(너희는) 준비되어라

παρασκευαζέσθων, παρασκευαζέσθωσαν

(그들은) 준비되어라

부정사 παρασκευάζεσθαι

준비되는 것

분사 남성여성중성
παρασκευαζομενος

παρασκευαζομενου

παρασκευαζομενη

παρασκευαζομενης

παρασκευαζομενον

παρασκευαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκευάσω

(나는) 준비하겠다

παρασκευάσεις

(너는) 준비하겠다

παρασκευάσει

(그는) 준비하겠다

쌍수 παρασκευάσετον

(너희 둘은) 준비하겠다

παρασκευάσετον

(그 둘은) 준비하겠다

복수 παρασκευάσομεν

(우리는) 준비하겠다

παρασκευάσετε

(너희는) 준비하겠다

παρασκευάσουσιν*

(그들은) 준비하겠다

기원법단수 παρασκευάσοιμι

(나는) 준비하겠기를 (바라다)

παρασκευάσοις

(너는) 준비하겠기를 (바라다)

παρασκευάσοι

(그는) 준비하겠기를 (바라다)

쌍수 παρασκευάσοιτον

(너희 둘은) 준비하겠기를 (바라다)

παρασκευασοίτην

(그 둘은) 준비하겠기를 (바라다)

복수 παρασκευάσοιμεν

(우리는) 준비하겠기를 (바라다)

παρασκευάσοιτε

(너희는) 준비하겠기를 (바라다)

παρασκευάσοιεν

(그들은) 준비하겠기를 (바라다)

부정사 παρασκευάσειν

준비할 것

분사 남성여성중성
παρασκευασων

παρασκευασοντος

παρασκευασουσα

παρασκευασουσης

παρασκευασον

παρασκευασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκευάσομαι

(나는) 준비되겠다

παρασκευάσει, παρασκευάσῃ

(너는) 준비되겠다

παρασκευάσεται

(그는) 준비되겠다

쌍수 παρασκευάσεσθον

(너희 둘은) 준비되겠다

παρασκευάσεσθον

(그 둘은) 준비되겠다

복수 παρασκευασόμεθα

(우리는) 준비되겠다

παρασκευάσεσθε

(너희는) 준비되겠다

παρασκευάσονται

(그들은) 준비되겠다

기원법단수 παρασκευασοίμην

(나는) 준비되겠기를 (바라다)

παρασκευάσοιο

(너는) 준비되겠기를 (바라다)

παρασκευάσοιτο

(그는) 준비되겠기를 (바라다)

쌍수 παρασκευάσοισθον

(너희 둘은) 준비되겠기를 (바라다)

παρασκευασοίσθην

(그 둘은) 준비되겠기를 (바라다)

복수 παρασκευασοίμεθα

(우리는) 준비되겠기를 (바라다)

παρασκευάσοισθε

(너희는) 준비되겠기를 (바라다)

παρασκευάσοιντο

(그들은) 준비되겠기를 (바라다)

부정사 παρασκευάσεσθαι

준비될 것

분사 남성여성중성
παρασκευασομενος

παρασκευασομενου

παρασκευασομενη

παρασκευασομενης

παρασκευασομενον

παρασκευασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεσκεύαζον

(나는) 준비하고 있었다

παρεσκεύαζες

(너는) 준비하고 있었다

παρεσκεύαζεν*

(그는) 준비하고 있었다

쌍수 παρεσκευάζετον

(너희 둘은) 준비하고 있었다

παρεσκευαζέτην

(그 둘은) 준비하고 있었다

복수 παρεσκευάζομεν

(우리는) 준비하고 있었다

παρεσκευάζετε

(너희는) 준비하고 있었다

παρεσκεύαζον

(그들은) 준비하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεσκευαζόμην

(나는) 준비되고 있었다

παρεσκευάζου

(너는) 준비되고 있었다

παρεσκευάζετο

(그는) 준비되고 있었다

쌍수 παρεσκευάζεσθον

(너희 둘은) 준비되고 있었다

παρεσκευαζέσθην

(그 둘은) 준비되고 있었다

복수 παρεσκευαζόμεθα

(우리는) 준비되고 있었다

παρεσκευάζεσθε

(너희는) 준비되고 있었다

παρεσκευάζοντο

(그들은) 준비되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεσκεύασα

(나는) 준비했다

παρεσκεύασας

(너는) 준비했다

παρεσκεύασεν*

(그는) 준비했다

쌍수 παρεσκευάσατον

(너희 둘은) 준비했다

παρεσκευασάτην

(그 둘은) 준비했다

복수 παρεσκευάσαμεν

(우리는) 준비했다

παρεσκευάσατε

(너희는) 준비했다

παρεσκεύασαν

(그들은) 준비했다

접속법단수 παρασκευάσω

(나는) 준비했자

παρασκευάσῃς

(너는) 준비했자

παρασκευάσῃ

(그는) 준비했자

쌍수 παρασκευάσητον

(너희 둘은) 준비했자

παρασκευάσητον

(그 둘은) 준비했자

복수 παρασκευάσωμεν

(우리는) 준비했자

παρασκευάσητε

(너희는) 준비했자

παρασκευάσωσιν*

(그들은) 준비했자

기원법단수 παρασκευάσαιμι

(나는) 준비했기를 (바라다)

παρασκευάσαις

(너는) 준비했기를 (바라다)

παρασκευάσαι

(그는) 준비했기를 (바라다)

쌍수 παρασκευάσαιτον

(너희 둘은) 준비했기를 (바라다)

παρασκευασαίτην

(그 둘은) 준비했기를 (바라다)

복수 παρασκευάσαιμεν

(우리는) 준비했기를 (바라다)

παρασκευάσαιτε

(너희는) 준비했기를 (바라다)

παρασκευάσαιεν

(그들은) 준비했기를 (바라다)

명령법단수 παρασκεύασον

(너는) 준비했어라

παρασκευασάτω

(그는) 준비했어라

쌍수 παρασκευάσατον

(너희 둘은) 준비했어라

παρασκευασάτων

(그 둘은) 준비했어라

복수 παρασκευάσατε

(너희는) 준비했어라

παρασκευασάντων

(그들은) 준비했어라

부정사 παρασκευάσαι

준비했는 것

분사 남성여성중성
παρασκευασᾱς

παρασκευασαντος

παρασκευασᾱσα

παρασκευασᾱσης

παρασκευασαν

παρασκευασαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεσκευασάμην

(나는) 준비되었다

παρεσκευάσω

(너는) 준비되었다

παρεσκευάσατο

(그는) 준비되었다

쌍수 παρεσκευάσασθον

(너희 둘은) 준비되었다

παρεσκευασάσθην

(그 둘은) 준비되었다

복수 παρεσκευασάμεθα

(우리는) 준비되었다

παρεσκευάσασθε

(너희는) 준비되었다

παρεσκευάσαντο

(그들은) 준비되었다

접속법단수 παρασκευάσωμαι

(나는) 준비되었자

παρασκευάσῃ

(너는) 준비되었자

παρασκευάσηται

(그는) 준비되었자

쌍수 παρασκευάσησθον

(너희 둘은) 준비되었자

παρασκευάσησθον

(그 둘은) 준비되었자

복수 παρασκευασώμεθα

(우리는) 준비되었자

παρασκευάσησθε

(너희는) 준비되었자

παρασκευάσωνται

(그들은) 준비되었자

기원법단수 παρασκευασαίμην

(나는) 준비되었기를 (바라다)

παρασκευάσαιο

(너는) 준비되었기를 (바라다)

παρασκευάσαιτο

(그는) 준비되었기를 (바라다)

쌍수 παρασκευάσαισθον

(너희 둘은) 준비되었기를 (바라다)

παρασκευασαίσθην

(그 둘은) 준비되었기를 (바라다)

복수 παρασκευασαίμεθα

(우리는) 준비되었기를 (바라다)

παρασκευάσαισθε

(너희는) 준비되었기를 (바라다)

παρασκευάσαιντο

(그들은) 준비되었기를 (바라다)

명령법단수 παρασκεύασαι

(너는) 준비되었어라

παρασκευασάσθω

(그는) 준비되었어라

쌍수 παρασκευάσασθον

(너희 둘은) 준비되었어라

παρασκευασάσθων

(그 둘은) 준비되었어라

복수 παρασκευάσασθε

(너희는) 준비되었어라

παρασκευασάσθων

(그들은) 준비되었어라

부정사 παρασκευάσεσθαι

준비되었는 것

분사 남성여성중성
παρασκευασαμενος

παρασκευασαμενου

παρασκευασαμενη

παρασκευασαμενης

παρασκευασαμενον

παρασκευασαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγὼ δ’ ἐπανελθὼν πρὸσ τὸν πατέρα πρόειμι δή, ὅπωσ τὰ τῶν πολεμίων ὡσ τάχιστα μαθὼν οἱᾶ́ ἐστι παρασκευάζωμαι ὅ τι ἂν δέωμαι, ὅπωσ ὡσ κάλλιστα σὺν θεῷ ἀγωνιζώμεθα. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 5 17:6)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 5 17:6)

유의어

  1. 준비하다

  2. 얻다

  3. 만들다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION