헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δεσποτεία

1군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δεσποτεία

어원: despo/ths

  1. 폭정
  1. the power of a master, the relation of master
  2. absolute sway, despotism

예문

  • ἡ βασιλεία σου βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ ἡ δεσποτεία σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ. (Septuagint, Liber Psalmorum 144:13)

    (70인역 성경, 시편 144:13)

  • τοῖσ μὲν γὰρ δοκεῖ ἐπιστήμη τέ τισ εἶναι ἡ δεσποτεία, καὶ ἡ αὐτὴ οἰκονομία καὶ δεσποτεία καὶ πολιτικὴ καὶ βασιλική, καθάπερ εἴπομεν ἀρχόμενοι· (Aristotle, Politics, Book 1 35:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 1 35:1)

  • φανερὸν δὲ καὶ ἐκ τούτων ὅτι οὐ ταὐτόν ἐστι δεσποτεία καὶ πολιτική, οὐδὲ πᾶσαι ἀλλήλαισ αἱ ἀρχαί, ὥσπερ τινέσ φασιν. (Aristotle, Politics, Book 1 79:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 1 79:1)

  • ἡ μὲν γὰρ δεσποτεία, καίπερ ὄντοσ κατ’ ἀλήθειαν τῷ τε φύσει δούλῳ καὶ τῷ φύσει δεσπότῃ ταὐτοῦ συμφέροντοσ, ὅμωσ ἄρχει πρὸσ τὸ τοῦ δεσπότου συμφέρον οὐδὲν ἧττον, πρὸσ δὲ τὸ τοῦ δούλου κατὰ συμβεβηκόσ, οὐ γὰρ ἐνδέχεται φθειρομένου τοῦ δούλου σῴζεσθαι τὴν δεσποτείαν. (Aristotle, Politics, Book 3 93:3)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 3 93:3)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION