헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἑτοιμάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἑτοιμάζω ἑτοιμῶ ἡτοίμασα ἡτοίμακα ἡτοίμασμαι ἡτοιμάσθην

형태분석: ἑτοιμάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: e(toi=mos

  1. 준비하다, 마련하다
  2. (중간태로) 준비되도록 시키다
  3. (중간태로) 스스로 준비하다, 자신을 위해 준비하다
  4. (중간태로) 자신을 준비시키다, 준비하다
  1. I get ready, prepare
  2. (middle) I cause to be prepared
  3. I prepare for myself
  4. I prepare myself, make myself ready

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἑτοιμάζω

(나는) 준비한다

ἑτοιμάζεις

(너는) 준비한다

ἑτοιμάζει

(그는) 준비한다

쌍수 ἑτοιμάζετον

(너희 둘은) 준비한다

ἑτοιμάζετον

(그 둘은) 준비한다

복수 ἑτοιμάζομεν

(우리는) 준비한다

ἑτοιμάζετε

(너희는) 준비한다

ἑτοιμάζουσιν*

(그들은) 준비한다

접속법단수 ἑτοιμάζω

(나는) 준비하자

ἑτοιμάζῃς

(너는) 준비하자

ἑτοιμάζῃ

(그는) 준비하자

쌍수 ἑτοιμάζητον

(너희 둘은) 준비하자

ἑτοιμάζητον

(그 둘은) 준비하자

복수 ἑτοιμάζωμεν

(우리는) 준비하자

ἑτοιμάζητε

(너희는) 준비하자

ἑτοιμάζωσιν*

(그들은) 준비하자

기원법단수 ἑτοιμάζοιμι

(나는) 준비하기를 (바라다)

ἑτοιμάζοις

(너는) 준비하기를 (바라다)

ἑτοιμάζοι

(그는) 준비하기를 (바라다)

쌍수 ἑτοιμάζοιτον

(너희 둘은) 준비하기를 (바라다)

ἑτοιμαζοίτην

(그 둘은) 준비하기를 (바라다)

복수 ἑτοιμάζοιμεν

(우리는) 준비하기를 (바라다)

ἑτοιμάζοιτε

(너희는) 준비하기를 (바라다)

ἑτοιμάζοιεν

(그들은) 준비하기를 (바라다)

명령법단수 ἑτοίμαζε

(너는) 준비해라

ἑτοιμαζέτω

(그는) 준비해라

쌍수 ἑτοιμάζετον

(너희 둘은) 준비해라

ἑτοιμαζέτων

(그 둘은) 준비해라

복수 ἑτοιμάζετε

(너희는) 준비해라

ἑτοιμαζόντων, ἑτοιμαζέτωσαν

(그들은) 준비해라

부정사 ἑτοιμάζειν

준비하는 것

분사 남성여성중성
ἑτοιμαζων

ἑτοιμαζοντος

ἑτοιμαζουσα

ἑτοιμαζουσης

ἑτοιμαζον

ἑτοιμαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἑτοιμάζομαι

(나는) 준비된다

ἑτοιμάζει, ἑτοιμάζῃ

(너는) 준비된다

ἑτοιμάζεται

(그는) 준비된다

쌍수 ἑτοιμάζεσθον

(너희 둘은) 준비된다

ἑτοιμάζεσθον

(그 둘은) 준비된다

복수 ἑτοιμαζόμεθα

(우리는) 준비된다

ἑτοιμάζεσθε

(너희는) 준비된다

ἑτοιμάζονται

(그들은) 준비된다

접속법단수 ἑτοιμάζωμαι

(나는) 준비되자

ἑτοιμάζῃ

(너는) 준비되자

ἑτοιμάζηται

(그는) 준비되자

쌍수 ἑτοιμάζησθον

(너희 둘은) 준비되자

ἑτοιμάζησθον

(그 둘은) 준비되자

복수 ἑτοιμαζώμεθα

(우리는) 준비되자

ἑτοιμάζησθε

(너희는) 준비되자

ἑτοιμάζωνται

(그들은) 준비되자

기원법단수 ἑτοιμαζοίμην

(나는) 준비되기를 (바라다)

ἑτοιμάζοιο

(너는) 준비되기를 (바라다)

ἑτοιμάζοιτο

(그는) 준비되기를 (바라다)

쌍수 ἑτοιμάζοισθον

(너희 둘은) 준비되기를 (바라다)

ἑτοιμαζοίσθην

(그 둘은) 준비되기를 (바라다)

복수 ἑτοιμαζοίμεθα

(우리는) 준비되기를 (바라다)

ἑτοιμάζοισθε

(너희는) 준비되기를 (바라다)

ἑτοιμάζοιντο

(그들은) 준비되기를 (바라다)

명령법단수 ἑτοιμάζου

(너는) 준비되어라

ἑτοιμαζέσθω

(그는) 준비되어라

쌍수 ἑτοιμάζεσθον

(너희 둘은) 준비되어라

ἑτοιμαζέσθων

(그 둘은) 준비되어라

복수 ἑτοιμάζεσθε

(너희는) 준비되어라

ἑτοιμαζέσθων, ἑτοιμαζέσθωσαν

(그들은) 준비되어라

부정사 ἑτοιμάζεσθαι

준비되는 것

분사 남성여성중성
ἑτοιμαζομενος

ἑτοιμαζομενου

ἑτοιμαζομενη

ἑτοιμαζομενης

ἑτοιμαζομενον

ἑτοιμαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἑτοιμῶ

(나는) 준비하겠다

ἑτοιμεῖς

(너는) 준비하겠다

ἑτοιμεῖ

(그는) 준비하겠다

쌍수 ἑτοιμεῖτον

(너희 둘은) 준비하겠다

ἑτοιμεῖτον

(그 둘은) 준비하겠다

복수 ἑτοιμοῦμεν

(우리는) 준비하겠다

ἑτοιμεῖτε

(너희는) 준비하겠다

ἑτοιμοῦσιν*

(그들은) 준비하겠다

기원법단수 ἑτοιμοῖμι

(나는) 준비하겠기를 (바라다)

ἑτοιμοῖς

(너는) 준비하겠기를 (바라다)

ἑτοιμοῖ

(그는) 준비하겠기를 (바라다)

쌍수 ἑτοιμοῖτον

(너희 둘은) 준비하겠기를 (바라다)

ἑτοιμοίτην

(그 둘은) 준비하겠기를 (바라다)

복수 ἑτοιμοῖμεν

(우리는) 준비하겠기를 (바라다)

ἑτοιμοῖτε

(너희는) 준비하겠기를 (바라다)

ἑτοιμοῖεν

(그들은) 준비하겠기를 (바라다)

부정사 ἑτοιμεῖν

준비할 것

분사 남성여성중성
ἑτοιμων

ἑτοιμουντος

ἑτοιμουσα

ἑτοιμουσης

ἑτοιμουν

ἑτοιμουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἑτοιμοῦμαι

(나는) 준비되겠다

ἑτοιμεῖ, ἑτοιμῇ

(너는) 준비되겠다

ἑτοιμεῖται

(그는) 준비되겠다

쌍수 ἑτοιμεῖσθον

(너희 둘은) 준비되겠다

ἑτοιμεῖσθον

(그 둘은) 준비되겠다

복수 ἑτοιμούμεθα

(우리는) 준비되겠다

ἑτοιμεῖσθε

(너희는) 준비되겠다

ἑτοιμοῦνται

(그들은) 준비되겠다

기원법단수 ἑτοιμοίμην

(나는) 준비되겠기를 (바라다)

ἑτοιμοῖο

(너는) 준비되겠기를 (바라다)

ἑτοιμοῖτο

(그는) 준비되겠기를 (바라다)

쌍수 ἑτοιμοῖσθον

(너희 둘은) 준비되겠기를 (바라다)

ἑτοιμοίσθην

(그 둘은) 준비되겠기를 (바라다)

복수 ἑτοιμοίμεθα

(우리는) 준비되겠기를 (바라다)

ἑτοιμοῖσθε

(너희는) 준비되겠기를 (바라다)

ἑτοιμοῖντο

(그들은) 준비되겠기를 (바라다)

부정사 ἑτοιμεῖσθαι

준비될 것

분사 남성여성중성
ἑτοιμουμενος

ἑτοιμουμενου

ἑτοιμουμενη

ἑτοιμουμενης

ἑτοιμουμενον

ἑτοιμουμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἑτοιμασθήσομαι

(나는) 준비되겠다

ἑτοιμασθήσῃ

(너는) 준비되겠다

ἑτοιμασθήσεται

(그는) 준비되겠다

쌍수 ἑτοιμασθήσεσθον

(너희 둘은) 준비되겠다

ἑτοιμασθήσεσθον

(그 둘은) 준비되겠다

복수 ἑτοιμασθησόμεθα

(우리는) 준비되겠다

ἑτοιμασθήσεσθε

(너희는) 준비되겠다

ἑτοιμασθήσονται

(그들은) 준비되겠다

기원법단수 ἑτοιμασθησοίμην

(나는) 준비되겠기를 (바라다)

ἑτοιμασθήσοιο

(너는) 준비되겠기를 (바라다)

ἑτοιμασθήσοιτο

(그는) 준비되겠기를 (바라다)

쌍수 ἑτοιμασθήσοισθον

(너희 둘은) 준비되겠기를 (바라다)

ἑτοιμασθησοίσθην

(그 둘은) 준비되겠기를 (바라다)

복수 ἑτοιμασθησοίμεθα

(우리는) 준비되겠기를 (바라다)

ἑτοιμασθήσοισθε

(너희는) 준비되겠기를 (바라다)

ἑτοιμασθήσοιντο

(그들은) 준비되겠기를 (바라다)

부정사 ἑτοιμασθήσεσθαι

준비될 것

분사 남성여성중성
ἑτοιμασθησομενος

ἑτοιμασθησομενου

ἑτοιμασθησομενη

ἑτοιμασθησομενης

ἑτοιμασθησομενον

ἑτοιμασθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡτοίμαζον

(나는) 준비하고 있었다

ἡτοίμαζες

(너는) 준비하고 있었다

ἡτοίμαζεν*

(그는) 준비하고 있었다

쌍수 ἡτοιμάζετον

(너희 둘은) 준비하고 있었다

ἡτοιμαζέτην

(그 둘은) 준비하고 있었다

복수 ἡτοιμάζομεν

(우리는) 준비하고 있었다

ἡτοιμάζετε

(너희는) 준비하고 있었다

ἡτοίμαζον

(그들은) 준비하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡτοιμαζόμην

(나는) 준비되고 있었다

ἡτοιμάζου

(너는) 준비되고 있었다

ἡτοιμάζετο

(그는) 준비되고 있었다

쌍수 ἡτοιμάζεσθον

(너희 둘은) 준비되고 있었다

ἡτοιμαζέσθην

(그 둘은) 준비되고 있었다

복수 ἡτοιμαζόμεθα

(우리는) 준비되고 있었다

ἡτοιμάζεσθε

(너희는) 준비되고 있었다

ἡτοιμάζοντο

(그들은) 준비되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡτοίμασα

(나는) 준비했다

ἡτοίμασας

(너는) 준비했다

ἡτοίμασεν*

(그는) 준비했다

쌍수 ἡτοιμάσατον

(너희 둘은) 준비했다

ἡτοιμασάτην

(그 둘은) 준비했다

복수 ἡτοιμάσαμεν

(우리는) 준비했다

ἡτοιμάσατε

(너희는) 준비했다

ἡτοίμασαν

(그들은) 준비했다

접속법단수 ἑτοιμάσω

(나는) 준비했자

ἑτοιμάσῃς

(너는) 준비했자

ἑτοιμάσῃ

(그는) 준비했자

쌍수 ἑτοιμάσητον

(너희 둘은) 준비했자

ἑτοιμάσητον

(그 둘은) 준비했자

복수 ἑτοιμάσωμεν

(우리는) 준비했자

ἑτοιμάσητε

(너희는) 준비했자

ἑτοιμάσωσιν*

(그들은) 준비했자

기원법단수 ἑτοιμάσαιμι

(나는) 준비했기를 (바라다)

ἑτοιμάσαις

(너는) 준비했기를 (바라다)

ἑτοιμάσαι

(그는) 준비했기를 (바라다)

쌍수 ἑτοιμάσαιτον

(너희 둘은) 준비했기를 (바라다)

ἑτοιμασαίτην

(그 둘은) 준비했기를 (바라다)

복수 ἑτοιμάσαιμεν

(우리는) 준비했기를 (바라다)

ἑτοιμάσαιτε

(너희는) 준비했기를 (바라다)

ἑτοιμάσαιεν

(그들은) 준비했기를 (바라다)

명령법단수 ἑτοίμασον

(너는) 준비했어라

ἑτοιμασάτω

(그는) 준비했어라

쌍수 ἑτοιμάσατον

(너희 둘은) 준비했어라

ἑτοιμασάτων

(그 둘은) 준비했어라

복수 ἑτοιμάσατε

(너희는) 준비했어라

ἑτοιμασάντων

(그들은) 준비했어라

부정사 ἑτοιμάσαι

준비했는 것

분사 남성여성중성
ἑτοιμασᾱς

ἑτοιμασαντος

ἑτοιμασᾱσα

ἑτοιμασᾱσης

ἑτοιμασαν

ἑτοιμασαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡτοιμασάμην

(나는) 준비되었다

ἡτοιμάσω

(너는) 준비되었다

ἡτοιμάσατο

(그는) 준비되었다

쌍수 ἡτοιμάσασθον

(너희 둘은) 준비되었다

ἡτοιμασάσθην

(그 둘은) 준비되었다

복수 ἡτοιμασάμεθα

(우리는) 준비되었다

ἡτοιμάσασθε

(너희는) 준비되었다

ἡτοιμάσαντο

(그들은) 준비되었다

접속법단수 ἑτοιμάσωμαι

(나는) 준비되었자

ἑτοιμάσῃ

(너는) 준비되었자

ἑτοιμάσηται

(그는) 준비되었자

쌍수 ἑτοιμάσησθον

(너희 둘은) 준비되었자

ἑτοιμάσησθον

(그 둘은) 준비되었자

복수 ἑτοιμασώμεθα

(우리는) 준비되었자

ἑτοιμάσησθε

(너희는) 준비되었자

ἑτοιμάσωνται

(그들은) 준비되었자

기원법단수 ἑτοιμασαίμην

(나는) 준비되었기를 (바라다)

ἑτοιμάσαιο

(너는) 준비되었기를 (바라다)

ἑτοιμάσαιτο

(그는) 준비되었기를 (바라다)

쌍수 ἑτοιμάσαισθον

(너희 둘은) 준비되었기를 (바라다)

ἑτοιμασαίσθην

(그 둘은) 준비되었기를 (바라다)

복수 ἑτοιμασαίμεθα

(우리는) 준비되었기를 (바라다)

ἑτοιμάσαισθε

(너희는) 준비되었기를 (바라다)

ἑτοιμάσαιντο

(그들은) 준비되었기를 (바라다)

명령법단수 ἑτοίμασαι

(너는) 준비되었어라

ἑτοιμασάσθω

(그는) 준비되었어라

쌍수 ἑτοιμάσασθον

(너희 둘은) 준비되었어라

ἑτοιμασάσθων

(그 둘은) 준비되었어라

복수 ἑτοιμάσασθε

(너희는) 준비되었어라

ἑτοιμασάσθων

(그들은) 준비되었어라

부정사 ἑτοιμάσεσθαι

준비되었는 것

분사 남성여성중성
ἑτοιμασαμενος

ἑτοιμασαμενου

ἑτοιμασαμενη

ἑτοιμασαμενης

ἑτοιμασαμενον

ἑτοιμασαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡτοιμάσθην

(나는) 준비되었다

ἡτοιμάσθης

(너는) 준비되었다

ἡτοιμάσθη

(그는) 준비되었다

쌍수 ἡτοιμάσθητον

(너희 둘은) 준비되었다

ἡτοιμασθήτην

(그 둘은) 준비되었다

복수 ἡτοιμάσθημεν

(우리는) 준비되었다

ἡτοιμάσθητε

(너희는) 준비되었다

ἡτοιμάσθησαν

(그들은) 준비되었다

접속법단수 ἑτοιμάσθω

(나는) 준비되었자

ἑτοιμάσθῃς

(너는) 준비되었자

ἑτοιμάσθῃ

(그는) 준비되었자

쌍수 ἑτοιμάσθητον

(너희 둘은) 준비되었자

ἑτοιμάσθητον

(그 둘은) 준비되었자

복수 ἑτοιμάσθωμεν

(우리는) 준비되었자

ἑτοιμάσθητε

(너희는) 준비되었자

ἑτοιμάσθωσιν*

(그들은) 준비되었자

기원법단수 ἑτοιμασθείην

(나는) 준비되었기를 (바라다)

ἑτοιμασθείης

(너는) 준비되었기를 (바라다)

ἑτοιμασθείη

(그는) 준비되었기를 (바라다)

쌍수 ἑτοιμασθείητον

(너희 둘은) 준비되었기를 (바라다)

ἑτοιμασθειήτην

(그 둘은) 준비되었기를 (바라다)

복수 ἑτοιμασθείημεν

(우리는) 준비되었기를 (바라다)

ἑτοιμασθείητε

(너희는) 준비되었기를 (바라다)

ἑτοιμασθείησαν

(그들은) 준비되었기를 (바라다)

명령법단수 ἑτοιμάσθητι

(너는) 준비되었어라

ἑτοιμασθήτω

(그는) 준비되었어라

쌍수 ἑτοιμάσθητον

(너희 둘은) 준비되었어라

ἑτοιμασθήτων

(그 둘은) 준비되었어라

복수 ἑτοιμάσθητε

(너희는) 준비되었어라

ἑτοιμασθέντων

(그들은) 준비되었어라

부정사 ἑτοιμασθῆναι

준비되었는 것

분사 남성여성중성
ἑτοιμασθεις

ἑτοιμασθεντος

ἑτοιμασθεισα

ἑτοιμασθεισης

ἑτοιμασθεν

ἑτοιμασθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡτοίμακα

(나는) 준비했다

ἡτοίμακας

(너는) 준비했다

ἡτοίμακεν*

(그는) 준비했다

쌍수 ἡτοιμάκατον

(너희 둘은) 준비했다

ἡτοιμάκατον

(그 둘은) 준비했다

복수 ἡτοιμάκαμεν

(우리는) 준비했다

ἡτοιμάκατε

(너희는) 준비했다

ἡτοιμάκᾱσιν*

(그들은) 준비했다

접속법단수 ἡτοιμάκω

(나는) 준비했자

ἡτοιμάκῃς

(너는) 준비했자

ἡτοιμάκῃ

(그는) 준비했자

쌍수 ἡτοιμάκητον

(너희 둘은) 준비했자

ἡτοιμάκητον

(그 둘은) 준비했자

복수 ἡτοιμάκωμεν

(우리는) 준비했자

ἡτοιμάκητε

(너희는) 준비했자

ἡτοιμάκωσιν*

(그들은) 준비했자

기원법단수 ἡτοιμάκοιμι

(나는) 준비했기를 (바라다)

ἡτοιμάκοις

(너는) 준비했기를 (바라다)

ἡτοιμάκοι

(그는) 준비했기를 (바라다)

쌍수 ἡτοιμάκοιτον

(너희 둘은) 준비했기를 (바라다)

ἡτοιμακοίτην

(그 둘은) 준비했기를 (바라다)

복수 ἡτοιμάκοιμεν

(우리는) 준비했기를 (바라다)

ἡτοιμάκοιτε

(너희는) 준비했기를 (바라다)

ἡτοιμάκοιεν

(그들은) 준비했기를 (바라다)

명령법단수 ἡτοίμακε

(너는) 준비했어라

ἡτοιμακέτω

(그는) 준비했어라

쌍수 ἡτοιμάκετον

(너희 둘은) 준비했어라

ἡτοιμακέτων

(그 둘은) 준비했어라

복수 ἡτοιμάκετε

(너희는) 준비했어라

ἡτοιμακόντων

(그들은) 준비했어라

부정사 ἡτοιμακέναι

준비했는 것

분사 남성여성중성
ἡτοιμακως

ἡτοιμακοντος

ἡτοιμακυῑα

ἡτοιμακυῑᾱς

ἡτοιμακον

ἡτοιμακοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡτοίμασμαι

(나는) 준비되었다

ἡτοίμασαι

(너는) 준비되었다

ἡτοίμασται

(그는) 준비되었다

쌍수 ἡτοίμασθον

(너희 둘은) 준비되었다

ἡτοίμασθον

(그 둘은) 준비되었다

복수 ἡτοιμάσμεθα

(우리는) 준비되었다

ἡτοίμασθε

(너희는) 준비되었다

ἡτοιμάσαται

(그들은) 준비되었다

명령법단수 ἡτοίμασο

(너는) 준비되었어라

ἡτοιμάσθω

(그는) 준비되었어라

쌍수 ἡτοίμασθον

(너희 둘은) 준비되었어라

ἡτοιμάσθων

(그 둘은) 준비되었어라

복수 ἡτοίμασθε

(너희는) 준비되었어라

ἡτοιμάσθων

(그들은) 준비되었어라

부정사 ἡτοίμασθαι

준비되었는 것

분사 남성여성중성
ἡτοιμασμενος

ἡτοιμασμενου

ἡτοιμασμενη

ἡτοιμασμενης

ἡτοιμασμενον

ἡτοιμασμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔσται ἡ παρθένοσ, ᾗ ἂν ἐγὼ εἴπω, ἐπίκλινον τὴν ὑδρίαν σου, ἵνα πίω, καὶ εἴπῃ μοι, πίε σύ, καὶ τὰσ καμήλουσ σου ποτιῶ, ἕωσ ἂν παύσωνται πίνουσαι, ταύτην ἡτοίμασασ τῷ παιδί σου τῷ Ἰσαάκ, καὶ ἐν τούτῳ γνώσομαι ὅτι ἐποίησασ ἔλεοσ μετὰ τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ. (Septuagint, Liber Genesis 24:14)

    (70인역 성경, 창세기 24:14)

  • καὶ εἶπεν αὐτῷ. δεῦρο εἴσελθε. εὐλογητὸσ Κυρίου. ἱνατί ἕστηκασ ἔξω̣ ἐγὼ δὲ ἡτοίμασα τὴν οἰκίαν καὶ τόπον ταῖσ καμήλοισ. (Septuagint, Liber Genesis 24:31)

    (70인역 성경, 창세기 24:31)

  • καὶ εἴπῃ μοι, καὶ σὺ πίε καὶ ταῖσ καμήλοισ σου ὑδρεύσομαι, αὕτη ἡ γυνή, ἣν ἡτοίμασε Κύριοσ τῷ ἑαυτοῦ θεράποντι Ἰσαάκ, καὶ ἐν τούτῳ γνώσομαι, ὅτι πεποίηκασ ἔλεοσ τῷ κυρίῳ μου Ἁβραάμ. (Septuagint, Liber Genesis 24:44)

    (70인역 성경, 창세기 24:44)

  • εἶδε δὲ Ἰωσὴφ αὐτοὺσ καὶ τὸν Βενιαμὶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν ὁμομήτριον καὶ εἶπε τῷ ἐπὶ τῆσ οἰκίασ αὐτοῦ. εἰσάγαγε τοὺσ ἀνθρώπουσ εἰσ τὴν οἰκίαν καὶ σφάξον θύματα καὶ ἑτοίμασον. μετ̓ ἐμοῦ γὰρ φάγονται οἱ ἄνθρωποι ἄρτουσ τὴν μεσημβρίαν. (Septuagint, Liber Genesis 43:15)

    (70인역 성경, 창세기 43:15)

  • ἡτοίμασαν δὲ τὰ δῶρα ἕωσ τοῦ ἐλθεῖν τὸν Ἰωσὴφ μεσημβρίασ. ἤκουσαν γὰρ ὅτι ἐκεῖ μέλλει ἀριστᾶν. (Septuagint, Liber Genesis 43:24)

    (70인역 성경, 창세기 43:24)

  • Ταπεινὴ καὶ ἀκατάστατοσ, οὐ παρεκλήθησ, ἰδοὺ ἐγὼ ἑτοιμάζω σοι ἄνθρακα τὸν λίθον σου καὶ τὰ θεμέλιά σου σάπφειρον (Septuagint, Liber Isaiae 54:11)

    (70인역 성경, 이사야서 54:11)

유의어

  1. 준비하다

  2. 준비되도록 시키다

  3. 스스로 준비하다

  4. 자신을 준비시키다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION