헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μηχανάομαι

α 축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μηχανάομαι

형태분석: μηχανά (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: mhxanh/

  1. 준비하다, 마련하다, 차리다
  2. 야기시키다, 유발시키다, 고안하다, 영향을 미치다, 불러일으키다, 생산하다, 준비하다, 빚다
  1. to prepare, make ready
  2. to contrive, devise, to cause, effect, to form designs, to contrive to, that
  3. to procure for oneself
  4. contriving

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μηχανῶμαι

(나는) 준비한다

μηχανᾷ

(너는) 준비한다

μηχανᾶται

(그는) 준비한다

쌍수 μηχανᾶσθον

(너희 둘은) 준비한다

μηχανᾶσθον

(그 둘은) 준비한다

복수 μηχανώμεθα

(우리는) 준비한다

μηχανᾶσθε

(너희는) 준비한다

μηχανῶνται

(그들은) 준비한다

접속법단수 μηχανῶμαι

(나는) 준비하자

μηχανῇ

(너는) 준비하자

μηχανῆται

(그는) 준비하자

쌍수 μηχανῆσθον

(너희 둘은) 준비하자

μηχανῆσθον

(그 둘은) 준비하자

복수 μηχανώμεθα

(우리는) 준비하자

μηχανῆσθε

(너희는) 준비하자

μηχανῶνται

(그들은) 준비하자

기원법단수 μηχανῴμην

(나는) 준비하기를 (바라다)

μηχανῷο

(너는) 준비하기를 (바라다)

μηχανῷτο

(그는) 준비하기를 (바라다)

쌍수 μηχανῷσθον

(너희 둘은) 준비하기를 (바라다)

μηχανῴσθην

(그 둘은) 준비하기를 (바라다)

복수 μηχανῴμεθα

(우리는) 준비하기를 (바라다)

μηχανῷσθε

(너희는) 준비하기를 (바라다)

μηχανῷντο

(그들은) 준비하기를 (바라다)

명령법단수 μηχανῶ

(너는) 준비해라

μηχανᾱ́σθω

(그는) 준비해라

쌍수 μηχανᾶσθον

(너희 둘은) 준비해라

μηχανᾱ́σθων

(그 둘은) 준비해라

복수 μηχανᾶσθε

(너희는) 준비해라

μηχανᾱ́σθων, μηχανᾱ́σθωσαν

(그들은) 준비해라

부정사 μηχανᾶσθαι

준비하는 것

분사 남성여성중성
μηχανωμενος

μηχανωμενου

μηχανωμενη

μηχανωμενης

μηχανωμενον

μηχανωμενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμηχανώμην

(나는) 준비하고 있었다

ἐμηχανῶ

(너는) 준비하고 있었다

ἐμηχανᾶτο

(그는) 준비하고 있었다

쌍수 ἐμηχανᾶσθον

(너희 둘은) 준비하고 있었다

ἐμηχανᾱ́σθην

(그 둘은) 준비하고 있었다

복수 ἐμηχανώμεθα

(우리는) 준비하고 있었다

ἐμηχανᾶσθε

(너희는) 준비하고 있었다

ἐμηχανῶντο

(그들은) 준비하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γ πολλοὶ τῇ πλείστῃ τῶν εὐεργετούντων χρηστότητι πυκνότερον τιμώμενοι μεῖζον ἐφρόνησαν καὶ οὐ μόνον τοὺσ ὑποτεταγμένουσ ἡμῖν ζητοῦσι κακοποιεῖν, τόν τε κόρον οὐ δυνάμενοι φέρειν καὶ τοῖσ ἑαυτῶν εὐεργέταισ ἐπιχειροῦσιν μηχανᾶσθαι. (Septuagint, Liber Esther 8:15)

    (70인역 성경, 에스테르기 8:15)

  • καὶ οὐχ οὕτωσ εἰσ ὕπνον κατεχρήσαντο τὸν χρόνον τῆσ νυκτόσ, ὡσ εἰσ τὸ παντοίουσ μηχανᾶσθαι τοῖσ ταλαιπώροισ δοκοῦσιν ἐμπαιγμούσ.— (Septuagint, Liber Maccabees III 5:22)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 5:22)

  • ἢν δέ τισ ἢ φροίμιον εἴπῃ πρὸ τοῦ λόγου, ὡσ εὐνουστέρουσ ἀπεργάσαιτο αὐτούσ, ἢ οἶκτον ἢ δείνωσιν ἔξωθεν ἐπάγῃ ^ τῷ πράγματι ‐ οἱᾶ πολλὰ ῥητόρων παῖδεσ ἐπὶ τοὺσ δικαστὰσ μηχανῶνται ‐ παρελθὼν ὁ κῆρυξ κατεσιώπησεν εὐθύσ, οὐκ ἐῶν ληρεῖν πρὸσ τὴν βουλὴν καὶ περιπέττειν τὸ πρᾶγμα ἐν τοῖσ λόγοισ, ὡσ γυμνὰ τὰ γεγενημένα οἱ Ἀρεοπαγῖται βλέποιεν. (Lucian, Anacharsis, (no name) 19:4)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 19:4)

  • ἤδη δὲ ἄρχεσθαι δέον, μηχανᾶται τοιόνδε τι· (Lucian, Alexander, (no name) 13:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 13:1)

  • τοῦτον δ’ ὃν ἵζειν φὴσ σὺ κλωπικὰσ ἕδρασ καὶ μηχανᾶσθαι, ζῶντα συλλαβὼν ἐγὼ πυλῶν ἐπ’ ἐξόδοισιν ἀμπείρασ ῥάχιν στήσω πετεινοῖσ γυψὶ θοινατήριον. (Euripides, Rhesus, episode, iambic 2:16)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, iambic 2:16)

유의어

  1. 준비하다

  2. 야기시키다

  3. to procure for oneself

  4. contriving

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION