호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
기본형: συμπορίζω συμπορίσω
형태분석: συμπορίζ (어간) + ω (인칭어미)
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συμπορίσω | συμπορίσεις | συμπορίσει |
쌍수 | συμπορίσετον | συμπορίσετον | ||
복수 | συμπορίσομεν | συμπορίσετε | συμπορίσουσι(ν) | |
기원법 | 단수 | συμπορίσοιμι | συμπορίσοις | συμπορίσοι |
쌍수 | συμπορίσοιτον | συμπορισοίτην | ||
복수 | συμπορίσοιμεν | συμπορίσοιτε | συμπορίσοιεν | |
부정사 | συμπορίσειν | |||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
συμπορισων συμπορισοντος | συμπορισουσα συμπορισουσης | συμπορισον συμπορισοντος | ||
중간태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | συμπορίσομαι | συμπορίσει, συμπορίσῃ | συμπορίσεται |
쌍수 | συμπορίσεσθον | συμπορίσεσθον | ||
복수 | συμπορισόμεθα | συμπορίσεσθε | συμπορίσονται | |
기원법 | 단수 | συμπορισοίμην | συμπορίσοιο | συμπορίσοιτο |
쌍수 | συμπορίσοισθον | συμπορισοίσθην | ||
복수 | συμπορισοίμεθα | συμπορίσοισθε | συμπορίσοιντο | |
부정사 | συμπορίσεσθαι | |||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
συμπορισομενος συμπορισομενου | συμπορισομενη συμπορισομενης | συμπορισομενον συμπορισομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | ἐσυμπόριζον | ἐσυμπόριζες | ἐσυμπόριζε(ν) |
쌍수 | ἐσυμπορίζετον | ἐσυμποριζέτην | ||
복수 | ἐσυμπορίζομεν | ἐσυμπορίζετε | ἐσυμπόριζον | |
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | ἐσυμποριζόμην | ἐσυμπορίζου | ἐσυμπορίζετο |
쌍수 | ἐσυμπορίζεσθον | ἐσυμποριζέσθην | ||
복수 | ἐσυμποριζόμεθα | ἐσυμπορίζεσθε | ἐσυμπορίζοντο |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 73 9:1)
(디오, 크리소토모스, 연설 (2),
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
고전 발음: [] 신약 발음: []