δυνατός
First/Second declension Adjective;
Transliteration:
Principal Part:
δυνατός
δυνατή
δυνατόν
Structure:
δυνατ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- strong, mighty
- (with infinitive) to be able to do
- (of outward power) powerful, influential
- able to produce
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- εἶπε δὲ Ἀβιμέλεχ πρὸσ Ἰσαάκ. ἄπελθε ἀφ̓ ἡμῶν, ὅτι δυνατώτεροσ ἡμῶν ἐγένου σφόδρα. (Septuagint, Liber Genesis 26:16)
- αὐτὸσ Βαναίασ ὁ δυνατώτεροσ τῶν τριάκοντα καὶ ἐπὶ τῶν τριάκοντα, καὶ ἐπὶ τῆσ διαιρέσεωσ αὐτοῦ Ζαβὰδ ὁ υἱὸσ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber I Paralipomenon 27:6)
- ἔστι δὲ μέγα καὶ τὸ τῶν ἀντιστρατήγων, τρυφὴν γὰρ οἶμαι καὶ παιδιὰν πρὸσ Ἀντίοχον διαναυμαχεῖν τὸν Ἀλκιβιάδου κυβερνήτην, καὶ Φιλοκλέα τὸν Ἀθηναίων ἐξαπατᾶν δημαγωγόν, ἄδοξον, ἄκραν γλῶσσαν ἠκονημένον οὓσ οὐκ ἂν ἱπποκόμῳ Μιθριδάτησ οὐδὲ ῥαβδούχῳ Μάριοσ ἠξίωσε παραβαλεῖν τῶν ἑαυτοῦ, τῶν δὲ πρὸσ Σύλλαν ἀνταραμένων δυναστῶν, ὑπάτων, στρατηγῶν, δημαγωγῶν, ἵνα τοὺσ ἄλλουσ ἐάσω, τίσ ἦν Ῥωμαίων Μαρίου φοβερώτεροσ ἢ Μιθριδάτου βασιλέων δυνατώτεροσ ἢ Λαμπωνίου καὶ Τελεσίνου τῶν Ἰταλικῶν μαχιμώτεροσ; (Plutarch, Comparison of Lysander and Sulla, chapter 4 4:2)
- καὶ τὸ πλεῖστον ὁ Ἀντώνιοσ τῆσ αἰτίασ εἶχε, πρεσβύτεροσ μὲν ὢν Καίσαροσ, Λεπίδου δὲ δυνατώτεροσ, εἰσ δὲ τὸν βίον ἐκεῖνον αὖθισ τὸν ἡδυπαθῆ καὶ ἀκόλαστον, ὡσ πρῶτον ἀνεχαίτισε τῶν πραγμάτων, ἐκκεχυμένοσ. (Plutarch, Antony, chapter 21 1:2)
- ὅσον δυνατώτεροσ ἄρσην θηλυτέρησ, τόσσον χὠ πόθοσ ὀξύτεροσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 173)
- εἰ δὲ δύναμιν καὶ ἐνέργειαν ἐκπλαγέντεσ νοησάτωσαν ἀπ̓ αὐτῶν πόσῳ ὁ κατασκευάσασ αὐτὰ δυνατώτερόσ ἐστιν. (Septuagint, Liber Sapientiae 13:4)
Synonyms
-
strong
- ἀλκαῖος (strong, mighty)
- βαρύς (strong, mighty)
- ἰσχυρός (strong, mighty)
- σθεναρός (strong, mighty)
- ῥωμαλέος (mighty, strong)
- κρατύς (strong, mighty)
- ὑπερμενής (exceeding mighty, exceeding strong)
- κρατερός (strong, stout, mighty)
- κρατερός (strong, mighty, cruel)
- κραταιός (strong, mighty, resistless)
- ὄβριμος (strong, mighty, mightily)
- ζαμενής (very strong, mighty, raging)
- καρτερόθυμος (stout-hearted, strong, mighty)
- ἐπαλκής (strong)
- καρτερός (strong)
- κρατερός (strong, vehement, mighty)
-
to be able to do
-
able to produce