δυνατός
First/Second declension Adjective;
Transliteration:
Principal Part:
δυνατός
δυνατή
δυνατόν
Structure:
δυνατ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- strong, mighty
- (with infinitive) to be able to do
- (of outward power) powerful, influential
- able to produce
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- πάντεσ ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἀβδεδόμ, αὐτοὶ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν ποιοῦντεσ δυνατῶσ ἐν τῇ ἐργασίᾳ, οἱ πάντεσ ἑξήκοντα δύο τῷ Ἀβδεδόμ. (Septuagint, Liber I Paralipomenon 26:8)
- ὁ γὰρ ἐλάχιστοσ συγγνωστόσ ἐστιν ἐλέουσ, δυνατοὶ δὲ δυνατῶσ ἐτασθήσονται. (Septuagint, Liber Sapientiae 6:6)
- τελευταῖόν ἐστι τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ χαρακτηρικώτατον, ὃ παρ’ οὐδενὶ τῶν ἄλλων συγγραφέων οὕτωσ ἀκριβῶσ ἐξείργασται καὶ δυνατῶσ οὔτε τῶν πρεσβυτέρων οὔτε τῶν νεωτέρων· (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 6 7:1)
- κἀν τούτοισ δὲ αὐτοῖσ ἀμείνων ἐστὶ τὰ μικρὰ καὶ παράδοξα καὶ ἄπορα εἰπεῖν καλῶσ, ἢ τὰ σεμνὰ καὶ μεγάλα καὶ εὔπορα δυνατῶσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 16 1:3)
- τὰ μέν γε περὶ Πύλον Ἀθηναίοισ πραχθέντα καὶ τὰ περὶ τὴν Σφακτηρίαν καλουμένην νῆσον, ἐν ᾗ Λακεδαιμονίουσ κατακλείσαντεσ ἐξεπολιόρκησαν, ἀρξάμενοσ ἐν τῇ τετάρτῃ βύβλῳ διηγεῖσθαι καὶ μεταξὺ τοῦ πολέμου τοῦδε πράξεισ τινὰσ ἑτέρασ παραδιηγησάμενοσ, εἶτ’ αὖθισ ἐπιστρέψασ ἐπὶ τὴν ἀπόδοσιν τῶν ἑξῆσ, ἅπαντα τὰ γεγενημένα κατὰ τὰσ μάχασ ὑπ’ ἀμφοτέρων διελήλυθεν ἀκριβῶσ καὶ δυνατῶσ, πλείουσ ἢ τριακοσίουσ στίχουσ αὐτὸσ ἀποδεδωκὼσ ταῖσ μάχαισ, καὶ ταῦτα οὐ πολλῶν ὄντων οὔτε τῶν ἀπολομένων οὔτε τῶν παραδόντων τὰ ὅπλα. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 13 2:4)
Synonyms
-
strong
- ἀλκαῖος (strong, mighty)
- βαρύς (strong, mighty)
- ἰσχυρός (strong, mighty)
- σθεναρός (strong, mighty)
- ῥωμαλέος (mighty, strong)
- κρατύς (strong, mighty)
- ὑπερμενής (exceeding mighty, exceeding strong)
- κρατερός (strong, stout, mighty)
- κρατερός (strong, mighty, cruel)
- κραταιός (strong, mighty, resistless)
- ὄβριμος (strong, mighty, mightily)
- ζαμενής (very strong, mighty, raging)
- καρτερόθυμος (stout-hearted, strong, mighty)
- ἐπαλκής (strong)
- καρτερός (strong)
- κρατερός (strong, vehement, mighty)
-
to be able to do
-
able to produce