헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκληρός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκληρός

형태분석: σκληρ (어간) + ος (어미)

어원: ske/llw

  1. 굳은, 어려운
  2. 사나운, 쓴 맛의
  1. hard
  2. harsh

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 σκληρός

굳은 (이)가

σκληρᾱ́

굳은 (이)가

σκλῆρον

굳은 (것)가

속격 σκληροῦ

굳은 (이)의

σκληρᾶς

굳은 (이)의

σκλήρου

굳은 (것)의

여격 σκληρῷ

굳은 (이)에게

σκληρᾷ

굳은 (이)에게

σκλήρῳ

굳은 (것)에게

대격 σκληρόν

굳은 (이)를

σκληρᾱ́ν

굳은 (이)를

σκλῆρον

굳은 (것)를

호격 σκληρέ

굳은 (이)야

σκληρᾱ́

굳은 (이)야

σκλῆρον

굳은 (것)야

쌍수주/대/호 σκληρώ

굳은 (이)들이

σκληρᾱ́

굳은 (이)들이

σκλήρω

굳은 (것)들이

속/여 σκληροῖν

굳은 (이)들의

σκληραῖν

굳은 (이)들의

σκλήροιν

굳은 (것)들의

복수주격 σκληροί

굳은 (이)들이

σκληραί

굳은 (이)들이

σκλῆρα

굳은 (것)들이

속격 σκληρῶν

굳은 (이)들의

σκληρῶν

굳은 (이)들의

σκλήρων

굳은 (것)들의

여격 σκληροῖς

굳은 (이)들에게

σκληραῖς

굳은 (이)들에게

σκλήροις

굳은 (것)들에게

대격 σκληρούς

굳은 (이)들을

σκληρᾱ́ς

굳은 (이)들을

σκλῆρα

굳은 (것)들을

호격 σκληροί

굳은 (이)들아

σκληραί

굳은 (이)들아

σκλῆρα

굳은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐγένετο ὡσ ἀπέθνησκεν ὁ κριτήσ, καὶ ἀπέστρεψαν καὶ πάλιν διέφθειραν ὑπὲρ τοὺσ πατέρασ αὐτῶν πορεύεσθαι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων, λατρεύειν αὐτοῖσ καὶ προσκυνεῖν αὐτοῖσ. οὐκ ἀπέρριψαν τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτῶν, καὶ τὰσ ὁδοὺσ αὐτῶν τὰσ σκληράσ. (Septuagint, Liber Iudicum 2:19)

    (70인역 성경, 판관기 2:19)

  • ὁ πατήρ σου ἐβάρυνε τὸν κλοιὸν ἡμῶν, καὶ σὺ νῦν κούφισον ἀπὸ τῆσ δουλείασ τοῦ πατρόσ σου τῆσ σκληρᾶσ καὶ ἀπὸ τοῦ κλοιοῦ αὐτοῦ τοῦ βαρέωσ, οὗ ἔδωκεν ἐφ̓ ἡμᾶσ, καὶ δουλεύσομέν σοι. (Septuagint, Liber I Regum 12:5)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 12:5)

  • ὁ πατήρ σου ἐσκλήρυνε τὸν ζυγὸν ἡμῶν, καὶ νῦν ἄφεσ ἀπὸ τῆσ δουλείασ τοῦ πατρόσ σου τῆσ σκληρᾶσ καὶ ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ αὐτοῦ τοῦ βαρέοσ, οὗ ἔδωκεν ἐφ’ ἡμᾶσ, καὶ δουλεύσομέν σοι. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 10:4)

    (70인역 성경, 역대기 하권 10:4)

  • μέλλων δὲ ταῖσ πληγαῖσ τελευτᾶν, ἀναστενάξασ εἶπε. τῷ Κυρίῳ τῷ τὴν ἁγίαν γνῶσιν ἔχοντι φανερόν ἐστιν ὅτι δυνάμενοσ ἀπολυθῆναι τοῦ θανάτου, σκληρὰσ ὑποφέρω κατὰ τὸ σῶμα ἀλγηδόνασ μαστιγούμενοσ, κατὰ ψυχὴν δὲ ἡδέωσ διὰ τὸν αὐτοῦ φόβον ταῦτα πάσχω. (Septuagint, Liber Maccabees II 6:30)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 6:30)

  • ὅπωσ ἂν μὴ λαλήσῃ τὸ στόμα μου τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, διὰ τοὺσ λόγουσ τῶν χειλέων σου ἐγὼ ἐφύλαξα ὁδοὺσ σκληράσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 16:4)

    (70인역 성경, 시편 16:4)

유의어

  1. 굳은

  2. 사나운

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION