헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσφέρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσφέρω προσοίσω

형태분석: προς (접두사) + φέρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 나르다, 낳다, 제공하다, 가져오다, 고용하다, 사용하다, 이용하다, 적용하다, 바치다, 운반하다, 놓다, 보여주다
  2. 더하다, 덧붙이다
  3. 제공하다, 바치다, 주다, 연회를 베풀다
  4. 제공하다, 바치다, 드리다
  5. 언급하다, 인용하다, 가져오다, 진척시키다
  6. 입찰하다, 가져오다, 진척시키다
  7. 양보하다, 생산하다, 기여하다, 가져오다
  8. 만들다, 가져오다, 이르게 하다, 제작하다, 하다
  9. 끼다, 집어넣다, 담기다
  10. 공격하다, 습격하다, 기습하다, 싸우다, 약혼하다, 시비를 걸다, 교전하다
  11. 대답하다, 답하다, 응답하다, 바라보다, 출항하다
  12. 좋아하다, 마음에 들다, ~의 향기가 나다
  1. to bring to or upon, apply to, to lay, upon, to offer, to apply, exhibit, employ, use, to bring, to bear
  2. to add
  3. to present, offer, give
  4. to offer, to set before
  5. to bring forward, quote, cite
  6. to bring forward, make an offer
  7. to contribute, bring in, yield
  8. to bring, near, make, like
  9. to be borne towards, to put in
  10. to go against, attack, assault, to rush on, make an onset, to engage
  11. to go to or towards, sailing
  12. to deal with, behave oneself, towards, to answer
  13. to come near, be like
  14. to be put or impose

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσφέρω

(나는) 나른다

προσφέρεις

(너는) 나른다

προσφέρει

(그는) 나른다

쌍수 προσφέρετον

(너희 둘은) 나른다

προσφέρετον

(그 둘은) 나른다

복수 προσφέρομεν

(우리는) 나른다

προσφέρετε

(너희는) 나른다

προσφέρουσιν*

(그들은) 나른다

접속법단수 προσφέρω

(나는) 나르자

προσφέρῃς

(너는) 나르자

προσφέρῃ

(그는) 나르자

쌍수 προσφέρητον

(너희 둘은) 나르자

προσφέρητον

(그 둘은) 나르자

복수 προσφέρωμεν

(우리는) 나르자

προσφέρητε

(너희는) 나르자

προσφέρωσιν*

(그들은) 나르자

기원법단수 προσφέροιμι

(나는) 나르기를 (바라다)

προσφέροις

(너는) 나르기를 (바라다)

προσφέροι

(그는) 나르기를 (바라다)

쌍수 προσφέροιτον

(너희 둘은) 나르기를 (바라다)

προσφεροίτην

(그 둘은) 나르기를 (바라다)

복수 προσφέροιμεν

(우리는) 나르기를 (바라다)

προσφέροιτε

(너희는) 나르기를 (바라다)

προσφέροιεν

(그들은) 나르기를 (바라다)

명령법단수 προσφέρε

(너는) 날라라

προσφερέτω

(그는) 날라라

쌍수 προσφέρετον

(너희 둘은) 날라라

προσφερέτων

(그 둘은) 날라라

복수 προσφέρετε

(너희는) 날라라

προσφερόντων, προσφερέτωσαν

(그들은) 날라라

부정사 προσφέρειν

나르는 것

분사 남성여성중성
προσφερων

προσφεροντος

προσφερουσα

προσφερουσης

προσφερον

προσφεροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσφέρομαι

(나는) 날러진다

προσφέρει, προσφέρῃ

(너는) 날러진다

προσφέρεται

(그는) 날러진다

쌍수 προσφέρεσθον

(너희 둘은) 날러진다

προσφέρεσθον

(그 둘은) 날러진다

복수 προσφερόμεθα

(우리는) 날러진다

προσφέρεσθε

(너희는) 날러진다

προσφέρονται

(그들은) 날러진다

접속법단수 προσφέρωμαι

(나는) 날러지자

προσφέρῃ

(너는) 날러지자

προσφέρηται

(그는) 날러지자

쌍수 προσφέρησθον

(너희 둘은) 날러지자

προσφέρησθον

(그 둘은) 날러지자

복수 προσφερώμεθα

(우리는) 날러지자

προσφέρησθε

(너희는) 날러지자

προσφέρωνται

(그들은) 날러지자

기원법단수 προσφεροίμην

(나는) 날러지기를 (바라다)

προσφέροιο

(너는) 날러지기를 (바라다)

προσφέροιτο

(그는) 날러지기를 (바라다)

쌍수 προσφέροισθον

(너희 둘은) 날러지기를 (바라다)

προσφεροίσθην

(그 둘은) 날러지기를 (바라다)

복수 προσφεροίμεθα

(우리는) 날러지기를 (바라다)

προσφέροισθε

(너희는) 날러지기를 (바라다)

προσφέροιντο

(그들은) 날러지기를 (바라다)

명령법단수 προσφέρου

(너는) 날러져라

προσφερέσθω

(그는) 날러져라

쌍수 προσφέρεσθον

(너희 둘은) 날러져라

προσφερέσθων

(그 둘은) 날러져라

복수 προσφέρεσθε

(너희는) 날러져라

προσφερέσθων, προσφερέσθωσαν

(그들은) 날러져라

부정사 προσφέρεσθαι

날러지는 것

분사 남성여성중성
προσφερομενος

προσφερομενου

προσφερομενη

προσφερομενης

προσφερομενον

προσφερομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσοίσω

(나는) 나르겠다

προσοίσεις

(너는) 나르겠다

προσοίσει

(그는) 나르겠다

쌍수 προσοίσετον

(너희 둘은) 나르겠다

προσοίσετον

(그 둘은) 나르겠다

복수 προσοίσομεν

(우리는) 나르겠다

προσοίσετε

(너희는) 나르겠다

προσοίσουσιν*

(그들은) 나르겠다

기원법단수 προσοίσοιμι

(나는) 나르겠기를 (바라다)

προσοίσοις

(너는) 나르겠기를 (바라다)

προσοίσοι

(그는) 나르겠기를 (바라다)

쌍수 προσοίσοιτον

(너희 둘은) 나르겠기를 (바라다)

προσοισοίτην

(그 둘은) 나르겠기를 (바라다)

복수 προσοίσοιμεν

(우리는) 나르겠기를 (바라다)

προσοίσοιτε

(너희는) 나르겠기를 (바라다)

προσοίσοιεν

(그들은) 나르겠기를 (바라다)

부정사 προσοίσειν

나를 것

분사 남성여성중성
προσοισων

προσοισοντος

προσοισουσα

προσοισουσης

προσοισον

προσοισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσοίσομαι

(나는) 날러지겠다

προσοίσει, προσοίσῃ

(너는) 날러지겠다

προσοίσεται

(그는) 날러지겠다

쌍수 προσοίσεσθον

(너희 둘은) 날러지겠다

προσοίσεσθον

(그 둘은) 날러지겠다

복수 προσοισόμεθα

(우리는) 날러지겠다

προσοίσεσθε

(너희는) 날러지겠다

προσοίσονται

(그들은) 날러지겠다

기원법단수 προσοισοίμην

(나는) 날러지겠기를 (바라다)

προσοίσοιο

(너는) 날러지겠기를 (바라다)

προσοίσοιτο

(그는) 날러지겠기를 (바라다)

쌍수 προσοίσοισθον

(너희 둘은) 날러지겠기를 (바라다)

προσοισοίσθην

(그 둘은) 날러지겠기를 (바라다)

복수 προσοισοίμεθα

(우리는) 날러지겠기를 (바라다)

προσοίσοισθε

(너희는) 날러지겠기를 (바라다)

προσοίσοιντο

(그들은) 날러지겠기를 (바라다)

부정사 προσοίσεσθαι

날러질 것

분사 남성여성중성
προσοισομενος

προσοισομενου

προσοισομενη

προσοισομενης

προσοισομενον

προσοισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσέφερον

(나는) 나르고 있었다

προσέφερες

(너는) 나르고 있었다

προσέφερεν*

(그는) 나르고 있었다

쌍수 προσεφέρετον

(너희 둘은) 나르고 있었다

προσεφερέτην

(그 둘은) 나르고 있었다

복수 προσεφέρομεν

(우리는) 나르고 있었다

προσεφέρετε

(너희는) 나르고 있었다

προσέφερον

(그들은) 나르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεφερόμην

(나는) 날러지고 있었다

προσεφέρου

(너는) 날러지고 있었다

προσεφέρετο

(그는) 날러지고 있었다

쌍수 προσεφέρεσθον

(너희 둘은) 날러지고 있었다

προσεφερέσθην

(그 둘은) 날러지고 있었다

복수 προσεφερόμεθα

(우리는) 날러지고 있었다

προσεφέρεσθε

(너희는) 날러지고 있었다

προσεφέροντο

(그들은) 날러지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσῆνεγκα

(나는) 날랐다

προσῆνεγκας

(너는) 날랐다

προσῆνεγκεν*

(그는) 날랐다

쌍수 προσήνεγκατον

(너희 둘은) 날랐다

προσηνε͂γκατην

(그 둘은) 날랐다

복수 προσήνεγκαμεν

(우리는) 날랐다

προσήνεγκατε

(너희는) 날랐다

προσῆνεγκαν

(그들은) 날랐다

접속법단수 προσενέγκω

(나는) 날랐자

προσενέγκῃς

(너는) 날랐자

προσενέγκῃ

(그는) 날랐자

쌍수 προσενέγκητον

(너희 둘은) 날랐자

προσενέγκητον

(그 둘은) 날랐자

복수 προσενέγκωμεν

(우리는) 날랐자

προσενέγκητε

(너희는) 날랐자

προσενέγκωσιν*

(그들은) 날랐자

기원법단수 προσενέγκαιμι

(나는) 날랐기를 (바라다)

προσενέγκαις

(너는) 날랐기를 (바라다)

προσενέγκαι

(그는) 날랐기를 (바라다)

쌍수 προσενέγκαιτον

(너희 둘은) 날랐기를 (바라다)

προσενεγκαίτην

(그 둘은) 날랐기를 (바라다)

복수 προσενέγκαιμεν

(우리는) 날랐기를 (바라다)

προσενέγκαιτε

(너희는) 날랐기를 (바라다)

προσενέγκαιεν

(그들은) 날랐기를 (바라다)

명령법단수 προσένεγκον

(너는) 날랐어라

προσενεγκάτω

(그는) 날랐어라

쌍수 προσενέγκατον

(너희 둘은) 날랐어라

προσενεγκάτων

(그 둘은) 날랐어라

복수 προσενέγκατε

(너희는) 날랐어라

προσενεγκάντων

(그들은) 날랐어라

부정사 προσενέγκαι

날랐는 것

분사 남성여성중성
προσενεγκᾱς

προσενεγκαντος

προσενεγκᾱσα

προσενεγκᾱσης

προσενεγκαν

προσενεγκαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσηνε͂γκαμην

(나는) 날러졌다

προσήνεγκω

(너는) 날러졌다

προσήνεγκατο

(그는) 날러졌다

쌍수 προσήνεγκασθον

(너희 둘은) 날러졌다

προσηνε͂γκασθην

(그 둘은) 날러졌다

복수 προσηνε͂γκαμεθα

(우리는) 날러졌다

προσήνεγκασθε

(너희는) 날러졌다

προσήνεγκαντο

(그들은) 날러졌다

접속법단수 προσενέγκωμαι

(나는) 날러졌자

προσενέγκῃ

(너는) 날러졌자

προσενέγκηται

(그는) 날러졌자

쌍수 προσενέγκησθον

(너희 둘은) 날러졌자

προσενέγκησθον

(그 둘은) 날러졌자

복수 προσενεγκώμεθα

(우리는) 날러졌자

προσενέγκησθε

(너희는) 날러졌자

προσενέγκωνται

(그들은) 날러졌자

기원법단수 προσενεγκαίμην

(나는) 날러졌기를 (바라다)

προσενέγκαιο

(너는) 날러졌기를 (바라다)

προσενέγκαιτο

(그는) 날러졌기를 (바라다)

쌍수 προσενέγκαισθον

(너희 둘은) 날러졌기를 (바라다)

προσενεγκαίσθην

(그 둘은) 날러졌기를 (바라다)

복수 προσενεγκαίμεθα

(우리는) 날러졌기를 (바라다)

προσενέγκαισθε

(너희는) 날러졌기를 (바라다)

προσενέγκαιντο

(그들은) 날러졌기를 (바라다)

명령법단수 προσένεγκαι

(너는) 날러졌어라

προσενεγκάσθω

(그는) 날러졌어라

쌍수 προσενέγκασθον

(너희 둘은) 날러졌어라

προσενεγκάσθων

(그 둘은) 날러졌어라

복수 προσενέγκασθε

(너희는) 날러졌어라

προσενεγκάσθων

(그들은) 날러졌어라

부정사 προσενέγκεσθαι

날러졌는 것

분사 남성여성중성
προσενεγκαμενος

προσενεγκαμενου

προσενεγκαμενη

προσενεγκαμενης

προσενεγκαμενον

προσενεγκαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπαρθείσησ δὲ τῆσ τραπέζησ εἰσεκομίζετο τρίπουσ κρατῆρα χαλκοῦν ἔχων οἴνου μεστὸν καὶ φιάλασ ἀργυρᾶσ δικοτύλουσ δύο καὶ ποτήρια τῶν ἀργυρῶν ὀλίγα παντάπασιν, ἐξ ὧν ἔπινεν ὁ βουλόμενοσ, ἄκοντι δὲ οὐδεὶσ ποτήριον προσέφερεν. (Plutarch, Cleomenes, chapter 13 4:1)

    (플루타르코스, Cleomenes, chapter 13 4:1)

  • ὁ γὰρ ποταμὸσ αὐτοῖσ αἱματώδησ θεοῦ κελεύσαντοσ ἐρρύη πίνεσθαι μὴ δυνάμενοσ, καὶ πηγὴν ἑτέραν ὑδάτων οὐκ ἔχουσιν οὐ τὴν χρόαν μόνον ἦν τοιοῦτοσ, ἀλλὰ καὶ τοῖσ πειρωμένοισ ἀλγήματα καὶ πικρὰν ὀδύνην προσέφερεν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 2 368:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 2 368:1)

  • ἀσμένωσ δ’ αὐτὸν προσδεξαμένου θαρρῶν ἤδη περὶ τῶν προκειμένων ὁ Σαναβαλλέτησ αὐτῷ λόγουσ προσέφερεν δηλῶν, ὡσ γαμβρὸν μὲν ἔχοι Μανασσῆ τοῦ τῶν Ιοὐδαίων ἀρχιερέωσ Ιἀδδοῦ ἀδελφόν, πολλοὺσ δὲ καὶ ἄλλουσ αὐτῷ συμπαρόντασ τῶν ὁμοεθνῶν θέλειν ἱερὸν ἐν τοῖσ ὑπ’ ἐκείνῳ τόποισ ἤδη κατασκευάσαι. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 11 381:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 11 381:1)

  • καὶ τὸ μὲν πρῶτον λόγουσ συμβατηρίουσ τοῖσ ἐντὸσ προσέφερεν, οὐχ ὑπακουόντων δὲ εἰσ ἃ προεκαλεῖτο τὰ πέριξ ἐτείχιζε χωρία πρὸσ ἅπαντα Ὑρκανοῦ προθύμωσ ὑπηρετοῦντοσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 14 77:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 14 77:1)

  • διαλιπὼν δὲ δύο μῆνασ ἢ τρεῖσ ἔρχεται πάλιν ὡσ ἐπ’ αὐτῷ τούτῳ καὶ λόγουσ Ἡρώδῃ προσέφερεν, ἀξιῶν αὐτῷ τὴν Σαλώμην δοθῆναι πρὸσ γάμον· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 16 265:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 16 265:2)

유의어

  1. 더하다

  2. 제공하다

  3. 제공하다

  4. 언급하다

  5. 입찰하다

  6. 양보하다

  7. 만들다

  8. 공격하다

  9. to go to or towards

  10. 좋아하다

  11. to be put or impose

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION