헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπικομπάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπικομπάζω ἐπικομπάσω

형태분석: ἐπι (접두사) + κομπάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to add boastingly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικομπάζω

ἐπικομπάζεις

ἐπικομπάζει

쌍수 ἐπικομπάζετον

ἐπικομπάζετον

복수 ἐπικομπάζομεν

ἐπικομπάζετε

ἐπικομπάζουσιν*

접속법단수 ἐπικομπάζω

ἐπικομπάζῃς

ἐπικομπάζῃ

쌍수 ἐπικομπάζητον

ἐπικομπάζητον

복수 ἐπικομπάζωμεν

ἐπικομπάζητε

ἐπικομπάζωσιν*

기원법단수 ἐπικομπάζοιμι

ἐπικομπάζοις

ἐπικομπάζοι

쌍수 ἐπικομπάζοιτον

ἐπικομπαζοίτην

복수 ἐπικομπάζοιμεν

ἐπικομπάζοιτε

ἐπικομπάζοιεν

명령법단수 ἐπικόμπαζε

ἐπικομπαζέτω

쌍수 ἐπικομπάζετον

ἐπικομπαζέτων

복수 ἐπικομπάζετε

ἐπικομπαζόντων, ἐπικομπαζέτωσαν

부정사 ἐπικομπάζειν

분사 남성여성중성
ἐπικομπαζων

ἐπικομπαζοντος

ἐπικομπαζουσα

ἐπικομπαζουσης

ἐπικομπαζον

ἐπικομπαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικομπάζομαι

ἐπικομπάζει, ἐπικομπάζῃ

ἐπικομπάζεται

쌍수 ἐπικομπάζεσθον

ἐπικομπάζεσθον

복수 ἐπικομπαζόμεθα

ἐπικομπάζεσθε

ἐπικομπάζονται

접속법단수 ἐπικομπάζωμαι

ἐπικομπάζῃ

ἐπικομπάζηται

쌍수 ἐπικομπάζησθον

ἐπικομπάζησθον

복수 ἐπικομπαζώμεθα

ἐπικομπάζησθε

ἐπικομπάζωνται

기원법단수 ἐπικομπαζοίμην

ἐπικομπάζοιο

ἐπικομπάζοιτο

쌍수 ἐπικομπάζοισθον

ἐπικομπαζοίσθην

복수 ἐπικομπαζοίμεθα

ἐπικομπάζοισθε

ἐπικομπάζοιντο

명령법단수 ἐπικομπάζου

ἐπικομπαζέσθω

쌍수 ἐπικομπάζεσθον

ἐπικομπαζέσθων

복수 ἐπικομπάζεσθε

ἐπικομπαζέσθων, ἐπικομπαζέσθωσαν

부정사 ἐπικομπάζεσθαι

분사 남성여성중성
ἐπικομπαζομενος

ἐπικομπαζομενου

ἐπικομπαζομενη

ἐπικομπαζομενης

ἐπικομπαζομενον

ἐπικομπαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικομπάσω

ἐπικομπάσεις

ἐπικομπάσει

쌍수 ἐπικομπάσετον

ἐπικομπάσετον

복수 ἐπικομπάσομεν

ἐπικομπάσετε

ἐπικομπάσουσιν*

기원법단수 ἐπικομπάσοιμι

ἐπικομπάσοις

ἐπικομπάσοι

쌍수 ἐπικομπάσοιτον

ἐπικομπασοίτην

복수 ἐπικομπάσοιμεν

ἐπικομπάσοιτε

ἐπικομπάσοιεν

부정사 ἐπικομπάσειν

분사 남성여성중성
ἐπικομπασων

ἐπικομπασοντος

ἐπικομπασουσα

ἐπικομπασουσης

ἐπικομπασον

ἐπικομπασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικομπάσομαι

ἐπικομπάσει, ἐπικομπάσῃ

ἐπικομπάσεται

쌍수 ἐπικομπάσεσθον

ἐπικομπάσεσθον

복수 ἐπικομπασόμεθα

ἐπικομπάσεσθε

ἐπικομπάσονται

기원법단수 ἐπικομπασοίμην

ἐπικομπάσοιο

ἐπικομπάσοιτο

쌍수 ἐπικομπάσοισθον

ἐπικομπασοίσθην

복수 ἐπικομπασοίμεθα

ἐπικομπάσοισθε

ἐπικομπάσοιντο

부정사 ἐπικομπάσεσθαι

분사 남성여성중성
ἐπικομπασομενος

ἐπικομπασομενου

ἐπικομπασομενη

ἐπικομπασομενης

ἐπικομπασομενον

ἐπικομπασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to add boastingly

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION