헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιπροιάλλω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιπροιάλλω

형태분석: ἐπι (접두사) + προιάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to set out or place before
  2. to send on one after another

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιπροιάλλω

ἐπιπροιάλλεις

ἐπιπροιάλλει

쌍수 ἐπιπροιάλλετον

ἐπιπροιάλλετον

복수 ἐπιπροιάλλομεν

ἐπιπροιάλλετε

ἐπιπροιάλλουσιν*

접속법단수 ἐπιπροιάλλω

ἐπιπροιάλλῃς

ἐπιπροιάλλῃ

쌍수 ἐπιπροιάλλητον

ἐπιπροιάλλητον

복수 ἐπιπροιάλλωμεν

ἐπιπροιάλλητε

ἐπιπροιάλλωσιν*

기원법단수 ἐπιπροιάλλοιμι

ἐπιπροιάλλοις

ἐπιπροιάλλοι

쌍수 ἐπιπροιάλλοιτον

ἐπιπροιαλλοίτην

복수 ἐπιπροιάλλοιμεν

ἐπιπροιάλλοιτε

ἐπιπροιάλλοιεν

명령법단수 ἐπιπροίαλλε

ἐπιπροιαλλέτω

쌍수 ἐπιπροιάλλετον

ἐπιπροιαλλέτων

복수 ἐπιπροιάλλετε

ἐπιπροιαλλόντων, ἐπιπροιαλλέτωσαν

부정사 ἐπιπροιάλλειν

분사 남성여성중성
ἐπιπροιαλλων

ἐπιπροιαλλοντος

ἐπιπροιαλλουσα

ἐπιπροιαλλουσης

ἐπιπροιαλλον

ἐπιπροιαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιπροιάλλομαι

ἐπιπροιάλλει, ἐπιπροιάλλῃ

ἐπιπροιάλλεται

쌍수 ἐπιπροιάλλεσθον

ἐπιπροιάλλεσθον

복수 ἐπιπροιαλλόμεθα

ἐπιπροιάλλεσθε

ἐπιπροιάλλονται

접속법단수 ἐπιπροιάλλωμαι

ἐπιπροιάλλῃ

ἐπιπροιάλληται

쌍수 ἐπιπροιάλλησθον

ἐπιπροιάλλησθον

복수 ἐπιπροιαλλώμεθα

ἐπιπροιάλλησθε

ἐπιπροιάλλωνται

기원법단수 ἐπιπροιαλλοίμην

ἐπιπροιάλλοιο

ἐπιπροιάλλοιτο

쌍수 ἐπιπροιάλλοισθον

ἐπιπροιαλλοίσθην

복수 ἐπιπροιαλλοίμεθα

ἐπιπροιάλλοισθε

ἐπιπροιάλλοιντο

명령법단수 ἐπιπροιάλλου

ἐπιπροιαλλέσθω

쌍수 ἐπιπροιάλλεσθον

ἐπιπροιαλλέσθων

복수 ἐπιπροιάλλεσθε

ἐπιπροιαλλέσθων, ἐπιπροιαλλέσθωσαν

부정사 ἐπιπροιάλλεσθαι

분사 남성여성중성
ἐπιπροιαλλομενος

ἐπιπροιαλλομενου

ἐπιπροιαλλομενη

ἐπιπροιαλλομενης

ἐπιπροιαλλομενον

ἐπιπροιαλλομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to set out or place before

  2. to send on one after another

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION