헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσβαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσβαίνω προσβήσομαι προσέβην

형태분석: προς (접두사) + βαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 접근하다, 다가가다, 다가오다
  2. 오르다, 올라가다, 등반하다
  3. 전진하다, 나아가다, 행군하다
  4. 마주치다, 입장하다
  1. to step upon
  2. to go to or towards, approach
  3. to mount, ascend
  4. to step on, advance
  5. to come upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσβαίνω

προσβαίνεις

προσβαίνει

쌍수 προσβαίνετον

προσβαίνετον

복수 προσβαίνομεν

προσβαίνετε

προσβαίνουσιν*

접속법단수 προσβαίνω

προσβαίνῃς

προσβαίνῃ

쌍수 προσβαίνητον

προσβαίνητον

복수 προσβαίνωμεν

προσβαίνητε

προσβαίνωσιν*

기원법단수 προσβαίνοιμι

προσβαίνοις

προσβαίνοι

쌍수 προσβαίνοιτον

προσβαινοίτην

복수 προσβαίνοιμεν

προσβαίνοιτε

προσβαίνοιεν

명령법단수 προσβαίνε

προσβαινέτω

쌍수 προσβαίνετον

προσβαινέτων

복수 προσβαίνετε

προσβαινόντων, προσβαινέτωσαν

부정사 προσβαίνειν

분사 남성여성중성
προσβαινων

προσβαινοντος

προσβαινουσα

προσβαινουσης

προσβαινον

προσβαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσβαίνομαι

προσβαίνει, προσβαίνῃ

προσβαίνεται

쌍수 προσβαίνεσθον

προσβαίνεσθον

복수 προσβαινόμεθα

προσβαίνεσθε

προσβαίνονται

접속법단수 προσβαίνωμαι

προσβαίνῃ

προσβαίνηται

쌍수 προσβαίνησθον

προσβαίνησθον

복수 προσβαινώμεθα

προσβαίνησθε

προσβαίνωνται

기원법단수 προσβαινοίμην

προσβαίνοιο

προσβαίνοιτο

쌍수 προσβαίνοισθον

προσβαινοίσθην

복수 προσβαινοίμεθα

προσβαίνοισθε

προσβαίνοιντο

명령법단수 προσβαίνου

προσβαινέσθω

쌍수 προσβαίνεσθον

προσβαινέσθων

복수 προσβαίνεσθε

προσβαινέσθων, προσβαινέσθωσαν

부정사 προσβαίνεσθαι

분사 남성여성중성
προσβαινομενος

προσβαινομενου

προσβαινομενη

προσβαινομενης

προσβαινομενον

προσβαινομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ κατὰ τοῦτο δὲ καιροῦ προσμίξαντεσ οἱ ψιλοὶ τοῦ Ἀννίβου τὰσ ὑπερβολὰσ κατέσχον, ἡ δ’ ἄλλη δύναμισ ἤδη προσέβαινεν ἀδεῶσ πολλὴν καὶ βαρεῖαν ἐφελκομένη λείαν. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 6 7:3)

    (플루타르코스, Fabius Maximus, chapter 6 7:3)

유의어

  1. to step upon

  2. 접근하다

  3. 오르다

  4. 전진하다

  5. 마주치다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION