περαίνω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
περαίνω
περανῶ
Structure:
περαίν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to bring to an end, finish, accomplish, execute, to be brought to an end, be finished, to be fulfilled, accomplished
- to end, finish
- to repeat from beginning to end, to relate
- to effect one's purpose, to come to, issue, do, good, make, progress
- to make way, reach or penetrate
- to come to an end, end
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὡρ́α δέ σοι ἤδη περαίνειν τὴν κρίσιν. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 9:3)
- πλὴν ἀλλ’ εἰ καὶ τοῦτο, ὦ Μαίασ παῖ, ὑφίστασαι, καιρὸσ ἤδη περαίνειν τὴν κατηγορίαν, , πάνυ γοῦν, ὦ Προμηθεῦ, μακρῶν δεῖ λόγων καὶ ἱκανῆσ τινοσ παρασκευῆσ ἐπὶ τὰ σοὶ πεπραγμένα, οὐχὶ δὲ ἀπόχρη μόνα τὰ κεφάλαια εἰπεῖν τῶν ἀδικημάτων, ὅτι ἐπιτραπέν σοι μοιρᾶσαι τὰ κρέα σαυτῷ μὲν τὰ κάλλιστα ἐφύλαττεσ, ἐξηπάτασ δὲ τὸν βασιλέα, καὶ τοὺσ ἀνθρώπουσ ἀνέπλασασ, οὐδὲν δέον, καὶ τὸ πῦρ κλέψασ παρ’ ἡμῶν ἐκόμισασ ἐσ αὐτούσ· (Lucian, Prometheus, (no name) 5:10)
- καὶ τῶν ταξιάρχων τινὸσ ἀπ’ αὐτομάτου τὸν βραχίονα μύρον ῥόδινον ἐξανθεῖν, καὶ πολλάκισ ἐξαλείφοντασ καὶ ἀπομάττοντασ μηδὲν περαίνειν. (Plutarch, Brutus, chapter 48 1:3)
- ἂν δ’ ὡσ τοιούτοισ αὐτοῖσ πεφυκόσι χρώμενοσ, ὥσπερ ἰατρὸσ ὀδοντάγραισ καὶ ἀγκτῆρσιν, ἤπιοσ φαίνῃ καὶ μέτριοσ ἐκ τῶν ἐνδεχομένων, εὐφρανῇ τῇ σῇ διαθέσει μᾶλλον ἢ λυπήσῃ ταῖσ ἑτέρων ἀηδίαισ καὶ μοχθηρίαισ, ὥσπερ κύνασ, ἂν ὑλακτῶσι, τὸ προσῆκον αὐτοῖσ ἐκείνουσ οἰόμενοσ περαίνειν, καὶ οὐκέτι λήσεισ πολλὰ λυπηρὰ συνεισάγων, ὥσπερ εἰσ χωρίον κοῖλον καὶ ταπεινὸν ἐπιρρέοντα, τὴν μικροψυχίαν ταύτην καὶ τὴν ἀσθένειαν, ἀλλοτρίων ἀναπιμπλάμενοσ κακῶν. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 7 1:3)
- τοῖσ δὲ σωματικοῖσ ἐλαττώμασι τοιαύτην ἐπῆγεν ἄσκησιν, ὡσ ὁ Φαληρεύσ Δημήτριοσ ἱστορεῖ, λέγων αὐτοῦ Δημοσθένουσ ἀκούειν πρεσβύτου γεγονότοσ, τὴν μὲν ἀσάφειαν καὶ τραυλότητα τῆσ γλώττησ ἐκβιάζεσθαι καὶ διαρθροῦν εἰσ τὸ στόμα ψήφουσ λαμβάνοντα καὶ ῥήσεισ ἅμα λέγοντα, τὴν δὲ φωνὴν ἐν τοῖσ δρόμοισ γυμνάζεσθαι καὶ ταῖσ πρὸσ τὰ σιμὰ προσβάσεσι διαλεγόμενον καὶ λόγουσ τινὰσ ἢ στίχουσ ἅμα τῷ πνεύματι πυκνουμένῳ προφερόμενον εἶναι δ’ αὐτῷ μέγα κάτοπτρον οἴκοι, καὶ πρὸσ τοῦτο τὰσ μελέτασ ἐξ ἐναντίασ ἱστάμενον περαίνειν. (Plutarch, Demosthenes, chapter 11 1:1)
Synonyms
-
to bring to an end
- κραίνω (to accomplish, fulfil, bring to pass)
- ἐπιτελέω (to complete, finish, accomplish)
- ἐπικραίνω (to bring to pass, accomplish, fulfil)
- ἐξανύω (to bring to an end, finish, accomplish)
- ἀπέρδω (to bring to an end, finish)
- ἐξαιρέω (to bring to an end, accomplish)
-
to end
-
to make way
-
to come to an end
- τελευτάω (to come to an end)
- συνανύτω (to come to an end with)
- ἀνύω (to come to an end)
- ὑπολείπω (to fail, come to an end, fails)
- ἀποτελευτάω (to end, in)
- ἀπαλλάσσω (to get off, come off, end)
- ἀποσκήπτω (to fall suddenly, to come to, ending)
- τελευτάω (to come to an end, to end, to come to a)
- ἱκνέομαι (to come)
- ἵκω (to come to)
- παραβάλλω (to come n)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἀφικνέομαι (to come)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- σύνειμι (to come in)
- ἀγρέω (come, come on)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἑρπύζω (to go, come)
- ἀμείβω (comes on)
- βάσκω ( come, go)
- βλώσκω (come, go)
- ἔξειμι (to go out, come out)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )
- ἐξικνέομαι (to come to)
- εἰσαφικάνω (to come to)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐκπίπτω (to come out)
- ἔρχομαι (I come, go)
Derived
- διαπεραίνω (to bring to a conclusion, discuss thoroughly, tell)
- ἐκπεραίνω (to finish off, to be accomplished)
- συμπεραίνω (to join or assist in accomplishing, to join fully in, with)