παραμένω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παραμένω
παραμενῶ
παρέμεινα
παραμεμένηκα
Structure:
παρα
(Prefix)
+
μέν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I stay near, stand beside
- I stand my ground, stand fast
- I stay behind
- I survive
- (of things) I endure, last
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἢ γὰρ ἠλευθεροῦντο ταχέωσ ἢ τιμώμενοι παρέμενον τοῖσ κεκτημένοισ. (Plutarch, , chapter 29 2:2)
- ἀμφημερινοὶ δὲ καὶ νυκτερινοὶ καὶ πλάνητεσ πολλοῖσι πολλοὶ καὶ πολὺν χρόνον παρέμενον ὀρθοστάδην τε καὶ κατακειμένοισι. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 70)
- Ὑπὸ δὲ χειμῶνα περὶ ἡλίου τροπὰσ χειμερινὰσ καὶ μέχρι ἰσημερίησ παρέμενον μὲν καὶ οἱ καῦσοι καὶ τὰ φρενιτικά, καὶ ἔθνῃσκον πολλοί‧ αἱ μέντοι κρίσιεσ μετέπεσον, καὶ ἔκρινε τοῖσι πλείστοισιν ἐξ ἀρχῆσ πεμπταίοισι, διέλειπε τέσσαρασ, ὑπέστρεφεν, ἐκ δὲ τῆσ ὑποστροφῆσ ἔκρινε πεμπταίοισι, τὸ σύμπαν τεσσαρεσκαιδεκαταίοισ. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 187)
- προσθεμένῃ δὲ ταῦτα μὲν ἐκουφίσθη, κεφαλῆσ δὲ καὶ τραχήλου καὶ ὀσφύοσ πόνοι παρέμενον, ὕπνοι οὐκ ἐνῆσαν, ἄκρεα ψυχρά, διψώδησ, κοιλίη συνεκαύθη, σμικρὰ διῄει, οὖρα λεπτά, ἄχρω κατ’ ἀρχάσ. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 261)
- τετάρτῃ γλῶσσα ἀσαφὴσ ἦν, ἐλύθη, σπασμοί‧ πόνοι τῶν αὐτῶν παρέμενον, κατὰ ὑποχόνδριον ἔπαρμα σὺν ὀδύνῃ, οὐκ ἐκοιμᾶτο, παρέκρουσε πάντα, κοιλίη ταραχώδησ, οὖρα λεπτά, οὐκ εὔχρω. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 375)
Synonyms
-
I stay near
-
I stand my ground
-
I stay behind
-
I survive
-
I endure
Derived
- ἀναμένω (to wait for, await, to await)
- διαμένω (to remain by, stand by, to persevere)
- ἐμμένω (to abide in a place, to abide by, stand by)
- ἐπαναμένω (to wait longer, to wait for, is there in store)
- ἐπιμένω (to stay on, tarry or abide still, wait)
- καταμένω (to stay behind, stay, to remain fixed)
- μένω (I stay, wait, I stand fast)
- περιμένω (to wait for, await, to await)
- προσμένω (to bide or wait still longer, to remain attached to, to cleave to)
- συμμένω (to hold together, keep together, to hold)
- συμπαραμένω (to stay along with or among)
- ὑπομένω (to stay behind, survive, to await)