ἐθίζω?
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration: ethizō
Principal Part:
ἐθίζω
Structure:
ἐθίζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to accustom, use, to be or become accustomed or used
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀποδύσαντες αὐτά, ὡς ἔφην, οὐκέτι ἁπαλὰ καὶ τέλεον ἀσυμπαγῆ ὄντα, πρῶτον μὲν ἐθίζειν ἀξιοῦμεν πρὸς τὸν ἀέρα, συνοικειοῦντες αὐτὰ ταῖς ὡρ´αις ἑκάσταις, ὡς μήτε θάλπος δυσχεραίνειν μήτε πρὸς κρύος ἀπαγορεύειν, ἔπειτα δὲ χρίομεν ἐλαίῳ καὶ καταμαλάττομεν, ὡς εὐτονώτερα γίγνοιτο: (Lucian, Anacharsis, (no name) 24:2)
- τοὐντεῦθεν ποικίλα τὰ γυμνάσια ἐπινοήσαντες καὶ διδασκάλους ἑκάστων ἐπιστήσαντες τὸν μέν τινα πυκτεύειν, τὸν δὲ παγκρατιάζειν διδάσκομεν, ὡς τούς τε πόνους καρτερεῖν ἐθίζοιντο καὶ ὁμόσε χωρεῖν ταῖς πληγαῖς μηδὲ ἀποτρέποιντο δέει τῶν τραυμάτων. (Lucian, Anacharsis, (no name) 24:4)
- περὶ δὲ ὁμιλίας μήθ ὥστε δεῖσθαι <μηθὲν> μήθ ὡς ἀπόντος ἀδυνατεῖν ἡσυχάζειν, ἀλλ οὕτως ἐθίζειν ὥστε ἱκανῶς ἔχειν παρόντος καὶ μὴ παρόντος. (Aristotle, Economics, Book 1 21:1)
- μηδ ἐθίζου νῦν λέγειν. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Prologue 5:18)
- αἵ τε γὰρ πέρδικες ἐν τῷ προφεύγειν τοὺς νεοττοὺς ἐθίζουσιν ἀποκρύπτεσθαι καὶ προϊ´σχεσθαι βῶλον ἀνθ ἑαυτῶν τοῖς ποσὶν ὑπτίους ἀναπεσόντας: (Plutarch, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 9 12:2)
- "ἐμαυτὸν ἐθίζω μελετῶν ὥστ ἐν μηδεμιᾷ μεταβολῇ μεταβολὴν ζητεῖν. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 22 1:1)
- "ἐμαυτὸν ἐθίζω λέγων ὥστ ἐν μηδεμιᾷ μεταβολῇ μεταβολὴν ζητεῖν. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 22 2:1)
Synonyms
-
to accustom
- συνεθίζω (to accustom, to accustom, to become used or habituated)
Derived
- ἀπεθίζω (to disaccustom)
- προεθίζω (to train beforehand, to be so trained)
- προσεθίζω (to accustom or inure, to, to accustom oneself to)
- συνεθίζω (to accustom, to accustom, to become used or habituated)